Τι συμβαίνει όμως όταν μπροστά στους φερόμενους ως εγκληματίες στέκονται απλοί πολίτες; Καθηγητές που άφησαν για λίγο το σχολείο, συνταξιούχοι που δεν πήγαν στο καφενείο, μητέρες που είπαν στις γιαγιάδες και τους παππούδες να φροντίσουν τα παιδιά τους… Καλούνται για λίγες ώρες να αντικρίσουν βλέμματα που δεν έχουν συνηθίσει.
Κι αν στην παγκοσμίου φήμης δίκη του διαβόητου "βαρόνου των ναρκωτικών" Χοακίν "Ελ Τσάπο" Γκουσμάν η επιλογή των ενόρκων δικαστών πήρε απρόσμενη τροπή, αφού ένας εξ αυτών εξέφρασε την επιθυμία να ζητήσει αυτόγραφο από τον κατηγορούμενο, στην Ελλάδα είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα (παρά το γεγονός πως κι εδώ κερδίζει έδαφος το Netflix).
«Όταν ακούς το όνομά σου στην κλήρωση βαραίνουν τα πόδια σου. Γίνονται εκατό κιλά το καθένα» εξηγούν στην «Ε» ένορκοι που βίωσαν πρόσφατα μια τέτοια εμπειρία.
Κι αν δεν ακούσεις τον εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο να σε απορρίπτει (έχει το δικαίωμα να το κάνει για δύο πρόσωπα) τότε ανεβαίνεις στην έδρα, ορκίζεσαι και είσαι έτοιμος να δικάσεις.
«Τις πρώτες στιγμές προσπαθείς να καταλάβεις τη διαδικασία γιατί οι περισσότεροι ίσως να μην έχουν ξαναπαρακολουθήσει ούτε καν δίκη. Μόνο ίσως από την τηλεόραση».
Στην πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετικά. Πεζά, σκληρά, κυνικά...
«Ξαφνικά πρέπει να συγκεντρωθείς απόλυτα για να μην σου ξεφύγει το παραμικρό. Δεν πρέπει να κάνεις κάποιο λάθος καθώς έχεις απέναντί σου τόσο έναν άνθρωπο του οποίου κρίνεται η τύχη, όσο και άλλους που ενδεχομένως να είναι θύματα και να ζητούν απόδοση δικαιοσύνης».
Ο θεσμός των ενόρκων υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων στην Ελλάδα. Στη σύγχρονη μορφή του οι ένορκοι ή λαϊκοί δικαστές συνθέτουν τα Μικτά Ορκωτά τόσο σε πρώτο βαθμό όσο και στα Εφετεία.
Στη Λάρισα δημιουργείται μέσω βουλεύματος μια λίστα με 700 ένορκους πολίτες. Από αυτούς βγαίνει νέο βούλευμα που επιλέγονται οι 60. Για κάθε μισό μηνά κληρώνονται οι 16 και όταν απαντήσουν οι δέκα πρώτοι παρόντες σε κάθε δικαστήριο, ξεκινά η κλήρωση για τους τέσσερις που παίρνουν θέση αριστερά και δεξιά από τους τρεις Τακτικούς Δικαστές. Στην άκρη αριστερά (όπως κοιτάζει ο ακροατής) ο εισαγγελέας, από την άλλη ο γραμματέας και η δίκη ξεκινά.
«Εμείς δεν γνωρίζουμε τους νόμους και τι ισχύει με τις ποινές για κάθε πράξη. Προσπαθούμε να καταλάβουμε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τι έχει συμβεί και μας εξηγούν οι δικαστές τι ισχύει με τους νόμους στις διασκέψεις. Κυρίως παρατηρούμε βλέμματα, καταγράφουμε συναισθήματα και ζυγίζουμε επιχειρήματα».
Λογικό ακούγεται καθώς ο κάθε ένορκος μπορεί να προέρχεται από διάφορα κοινωνικά στρώματα και επίπεδα μόρφωσης αλλά υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας (εκπαίδευσης, ηλικίας, διαμονής). Συνήθως, σύμφωνα με έμπειρους δικαστικούς, επιλέγονται εκπαιδευτικοί, μηχανικοί, υπάλληλοι δήμων και περιφερειών, γιατροί και φαρμακοποιοί. Κανείς δεν αποζημιώνεται (γι’ αυτό και συνήθως επιλέγονται δημόσιοι υπαλλήλοι) και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να λείπει χωρίς λόγο που μπορεί να αποδείξει.
«Το δικαστήριο θεωρεί πως είναι τιμή να σε επιλέγει και είναι προσβολή αν δεν πας» εξηγεί ένας ένορκος. «Σε κάποιες δίκες όμως γίνονται πολλές συνεδριάσεις και αναγκάζεσαι να λείπεις μέρες ολόκληρες από τη δουλειά σου και την οικογένειά σου».
Ελάχιστοι ένορκοι στέκονται σε αυτό. Σχεδόν όλοι μιλούν για την εμπειρία που έζησαν. Μοναδική όπως τη χαρακτηρίζουν καθώς «είδαμε πως οι δικαστές είναι πολύ τυπικοί και διαβασμένοι αλλά πάνω απ΄ όλα είναι άνθρωποι παρά το γεγονός πως δείχνουν σκληροί πάνω στην έδρα» λένε και υπογραμμίζουν «Όταν τα ζυγίζουν στο τέλος βάζουν πρωτίστως τον ανθρώπινο παράγοντα». Σπουδαίο να το αναγνωρίζουν οι πολίτες.
Του Κώστα Γκιάστα