«Οι δομές αυτές αποτελούν στήριγμα για τις φτωχές οικογένειες και πολλές φορές τη μοναδική διέξοδο εξωσχολικής παιδαγωγικής, καλλιτεχνικής, αθλητικής, πολιτισμικής, τεχνολογικής και περιβαλλοντολογικής δραστηριότητας των παιδιών τους. Δραστηριότητες που παρέχονται δωρεάν μέσω των δήμων σε δεκάδες χιλιάδες παιδιά πανελλαδικά όλα αυτά τα χρόνια και θα έπρεπε να αγκαλιάζει όλους τους δήμους στη χώρα, πράγμα που δυστυχώς δεν γίνεται σήμερα.
Οι δομές αυτές συνεχίζουν να έχουν χαρακτήρα προσωρινότητας. Οι εργαζόμενοι ανανεώνουν κάθε χρόνο τις συμβάσεις εργασίας, αφού συνδέονται με το πρόγραμμα του ΕΣΠΑ. Χρηματοδοτικό πρόγραμμα που πλησιάζει στη λήξη του και που θέτει σε αμφισβήτηση τη συνέχεια των δομών και των εργαζομένων σε αυτές. Σήμερα η χρηματοδότηση και αυτών των δομών κατά το κύριο μέρος τους γίνεται από εθνικούς πόρους, οι οποίοι αντί να διατίθενται στη στήριξη και διεύρυνση των δημοσίων - δημοτικών δομών, πανελλαδικά και σε κάθε δήμο, επιλέγεται να πριμοδοτούν τις αντίστοιχες ιδιωτικές. Το ερώτημα γιατί οι εθνικοί πόροι δεν περνάνε απευθείας στον προϋπολογισμό των δήμων ώστε να ενισχύσουν τις συγκεκριμένες δομές κατά δήμο και για ολόκληρη τη χώρα παραμένει πολιτικά αναπάντητο.
Οι δομές αυτές για το παιδί και τις ανάγκες του δεν μπορεί παρά να λειτουργούν με ενιαίο πλαίσιο, υπαγόμενες πανελλαδικά σε μία κοινή διοικητική μορφή π.χ. του Υπουργείου Παιδείας, είτε έστω απευθείας στις Υπηρεσίες Παιδείας των Δήμων, ώστε να διασφαλίζεται ένας στοιχειωδώς ενιαίος παιδαγωγικά σχεδιασμός και επιστημονικός έλεγχος των στόχων τους. Πρέπει να μπει οριστικό τέλος στη διαιώνιση της εργασιακής ομηρίας των εργαζομένων, με συνεχείς ανανεώσεις συμβάσεων, εδώ και επτά, δέκα ακόμα και δεκαέξι χρόνια».