Είναι «ταξιδιώτες», ένα απομεινάρι του Μεσαίωνα στη σύγχρονη Ευρώπη – νεαροί άνδρες και τα τελευταία χρόνια και γυναίκες σε μικρότερο όμως ποσοστό- οι οποίοι έχοντας τελειώσει την απαιτούμενη κατάρτιση, ταξιδεύουν για να συγκεντρώσουν επαγγελματική εμπειρία, για τρία χρόνια. Οι περισσότεροι προέρχονται από γερμανόφωνες χώρες. Στα χρόνια της εκπαίδευσής τους, δεν τους επιτρέπεται να πάνε σπίτι, να οδηγήσουν ή να χρησιμοποιήσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ κατά τη διάρκεια της πρακτικής τους οι ταξιδιώτες έχτισαν τους περισσότερους από τους μεγάλους καθεδρικούς ναούς της Ευρώπης.
Οδηγώντας το πρωί από Λάρισα προς Φάρσαλα τους πετυχαίνω αρχικά στο Ζάππειο μη δίνοντας την απαιτούμενη σημασία. Κρατώ όμως στο μυαλό την εικόνα της ασπρόμαυρης φορεσιάς, χωρίς όμως να συγκρατήσω τις λεπτομέρειές της, και μένοντας με την εντύπωση ότι πρόκειται για μουσικούς. Το μεσημέρι τους πετυχαίνω ξανά λίγο έξω από τα Φάρσαλα, σε ένα βενζινάδικο, στη δυτική έξοδο της πόλης, προς Λαμία. Αυτή τη φορά τους παρατηρώ λίγο περισσότερο, αλλά και πάλι δεν σταματώ... Γυρνώντας μετά από μία ώρα, προς την πόλη, αυτή τη φορά οι δύο νεαροί ξανά στο ίδιο σημείο να κάνουν οτοστόπ προς Λαμία. Σταματώ και πιάνω κουβέντα μαζί τους….
Ο Κρίστοφερ και ο Πίος λοιπόν, κατάγονται από τη Γερμανία και την Αυστρία αντίστοιχα και ανήκουν στους λεγόμενους «Walz» τους «ταξιδιώτες», οι οποίοι μετράνε πολλά χρόνια ιστορίας. Τους τεχνίτες δηλαδή που κάνουν την πρακτική τους εργασία ταξιδεύοντας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο τεχνίτης πρέπει να παραμείνει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη του. Όσο διάστημα οι ταξιδιώτες βρίσκονται στον δρόμο, δεν θα πρέπει να πληρώνουν για φαγητό ή κατάλυμα και αντ’ αυτού θα πρέπει να ζουν με την ανταλλαγή εργασίας για τη διαμονή τους, ενώ κατά τις καλοκαιρινές μέρες κοιμούνται συνήθως σε πάρκα και άλλους δημόσιους χώρους. Οι υποψήφιοι εργάτες – ταξιδιώτες δεν θα πρέπει να έχουν χρέη, δεν θα πρέπει να είναι παντρεμένοι και δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτεροι των 30 ετών, ώστε να παραμείνουν μακριά από το σπίτι για όσο χρονικό διάστημα θα χρειαστεί, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η πρακτική άσκησή τους -συνήθως δύο ή τρία χρόνια συν μία ημέρα-, αποκομίζοντας εφόδια για τη μελλοντική τους εργασία. Οι ταξιδιώτες φέρνουν μαζί τους ένα ημερολόγιο τσέπης για να γεμίζουν με σφραγίδες από τις χώρες και τις πόλεις που επισκέφτηκαν και τις εργασίες που πραγματοποίησαν στην πορεία τους.
«Στην Ελλάδα δεν σταματάνε εύκολα στον δρόμο στο σινιάλο για οτοστόπ», αναφέρει ο Κρίστοφερ στα αγγλικά, και του εξηγώ ότι φοβούνται καθώς εσύ μπορεί να είσαι… εγκληματίας. Γελά και μου απαντά: «μοιάζω για εγκληματίας;». Δεν ξέρω του λέω, πιο πολύ για τον πρωταγωνιστή της σειράς Breaking Bad, Τζέσι Πίνκμαν μου μοιάζεις και γελάμε…
Στη συνέχεια μου εξηγεί ότι οι ταξιδιώτες μπορούν εύκολα να αναγνωριστούν στον δρόμο, από την παραδοσιακή τους φορεσιά γι’ αυτό τον λόγο, αλλά και στο πλαίσιο του μακρόχρονου εθίμου φορούν μαύρο καπέλο, ενώ οι ξυλουργοί όπως εμείς, φοράμε επίσης μαύρο καμπάνα παντελόνι και ένα γιλέκο. Πρέπει να κρατά τον εαυτό του καθαρό, να συμπεριφέρεται με αξιοσέβαστο, φιλικό τρόπο και να ντύνεται με ένα συγκεκριμένο στιλ, ώστε να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος να τον περάσουν για κάποιον επίδοξο απατεώνα. Ξεκινούν το ταξίδι τους με ένα συμβολικό ποσό και θα πρέπει να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους με ακριβώς τα ίδια χρήματα.
Σύμφωνα με το έθιμο, νεαροί άνδρες και γυναίκες που επιθυμούν να γίνουν εργάτες, βρίσκουν κάποιον στον δρόμο για να τους υποστηρίξει και να βοηθήσει να οργανώσουν το ταξίδι τους. Τη νύχτα πριν από την αναχώρηση από το σπίτι τους, ένας μελλοντικός τεχνίτης πραγματοποιεί ένα πάρτι για να αποχαιρετήσει την οικογένεια και τους φίλους. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, γίνεται μια τρύπα στον λοβό του αυτιού του, για να μπει ένα σκουλαρίκι που θα φορά σε όλο το ταξίδι. Το σκουλαρίκι αλλά και ένα χρυσό βραχιόλι ήταν σημαντικά για έναν τεχνίτη σε παλαιότερες εποχές, καθώς θα μπορούσαν να ανταλλαχθούν με χρήματα αν χρειαζόταν ή να χρησιμοποιηθούν για κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Κλείνοντας τη συζήτησή μας, από τα χιονισμένα Φάρσαλα, με ρώτησαν για την τοπική παράδοση, αναφέροντάς τους, στον λιγοστό χρόνο της συνάντησης μας, περιληπτικά για τους Βλάχους, τους Σαρακατσαναίους, τους Γκαραγκούνηδες, τους ντόπιους αλλά και τους Πρόσφυγες που υπάρχουν στην περιοχή. Οι δύο ταξιδιώτες θα συνέχιζαν τον δρόμο τους προς Αθήνα, με επόμενη στάση τον Δομοκό, χαιρετηθήκαμε, ενώ φεύγοντας με ευχαρίστησαν στην ελληνική διάλεκτο, δείχνοντας έμπρακτα τη χαρά τους, γι’ αυτή τη συνάντηση. Έτσι, αν συναντήσετε τους ταξιδιώτες κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους, να τους καλέσετε για δείπνο, για μια μπίρα ή απλά να δώσετε ένα μικρό χρηματικό ποσό, θα υποστηρίξετε έτσι τη μακροζωία μιας ευρωπαϊκής παράδοσης.
ΦΑΡΣΑΛΑ (Γραφείο «Ε»)
Του Γιώργου Γκαντέλου