Ζεστό και μυρωδάτο. Αφού χαιρέτησε δύο γνωστούς της στο διπλανό καφενείο, είπε μια καλημέρα σε ηλικιωμένες που συνομιλούσαν πάνω από την πέτρινη βρύση και κάθισε ακριβώς κάτω από τη γεμάτη σκιά του πλάτανου. Παρήγγειλε έναν καπουτσίνο με λίγη κανέλα στον καφέ και αφρόγαλα λέγοντας δύο αστεία με τον ιδιοκτήτη.
Μας χαμογέλασε με τα μπλε μάτια της και πριν καν αρχίσουμε να μιλάμε, ήδη τα είχε «πει» όλα. Έφυγε πριν από ένα χρόνο περίπου από τη «σιγουριά» της πόλης για να πάρει τα «βουνά». Άφησε το πολύβουο κέντρο της Θεσσαλονίκης και ανέβηκε στα Αμπελάκια. Με άντρα και παιδιά. Χωρίς να έχει καμία σχέση με το χωριό και δίχως "δίχτυ ασφαλείας". Το αντίθετο μάλιστα, είχε να βάλει στο κεφάλι της ένα σωρό παραπάνω εμπόδια. «Είχα μια σταθερή εργασία. Δούλευα ως μαία για 13 συνεχόμενα χρόνια σε μια κλινική αλλά έφυγα. Στη Θεσσαλονίκη είχα σπίτι που δεν πλήρωνα ενοίκιο κάτι που κάνω τώρα στο χωριό. Όμως είπα να κάνω αυτό που έλεγε η καρδιά μου».
Και η καρδιά της έλεγε να βρει ένα γαλήνιο και όμορφο μέρος για να την εμπνεύσει στις καλλιτεχνικές της ανησυχίες αλλά παράλληλα να βρει και χώρο ποιοτικής ζωής για τα παιδιά της.
Γιατί όμως τα Αμπελάκια; τη ρωτάμε και αφού ανακατέψει καλά τον καφέ της λέει «Ήρθα εδώ πριν 5-6 χρόνια. Όμορφο μέρος που συγκέντρωνε τα περισσότερα πλεονεκτήματα για όλη την οικογένεια». Μα κυρίως της έδινε τη δυνατότητα να δουλέψει πάνω στο όραμά της.
Πτυχιούχος Καλών Τεχνών από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ήθελε να κάνει κάτι πάνω σε αυτό «κι εδώ βρήκα τα άτομα που έχουμε το ίδιο όνειρο». Και ξεκίνησαν. Δούλεψαν για τα Μανιάρεια, για τον Σύλλογο Παναγία Αμπελακιώτισσα, για τα μαθήματα καλλιτεχνικών. Κι αυτά είναι μόνο η αρχή. Και καλά εμείς οι ενήλικες, κάνουμε τις επιλογές μας, τα παιδιά τι λένε γύρω από αυτό; Για να μην μας τα λέει η ίδια, σηκωνόμαστε και πάμε στην αυλή της. Μας ανοίγουν έχοντας σκυλιά στην αγκαλιά τους και δίχως παντόφλες στα πόδια τους. Το σκηνικό της απόλυτης ελευθερίας. «Εδώ δεν μας ενδιαφέρουν τα αυτοκίνητα, ούτε ανησυχούν οι γονείς μας» λένε με μια φωνή οι μικροί μπόμπιρες που ετοιμάζονται για Πέμπτη και Τρίτη Δημοτικού αντίστοιχα. Όταν φτάσει η ώρα του Γυμνασίου θα πρέπει να πάνε στους Γόννους. Μα δεν δείχνουν να ανησυχούν γι’ αυτό. Προς το παρόν απολαμβάνουν παιχνίδι στην πλατεία και games στο ίντερνετ. «Δεν μπορείς να μην ακολουθείς τις ανάγκες της εποχής» σημειώνει η μητέρα τους και το γενικεύει «Δεν σημαίνει ότι επειδή θα πας στο χωριό απομονώνεσαι. Δεν χάνεις επαφή και γίνεσαι Νεάντερταλ. Έχεις όλα τα κομφόρ της πόλης χωρίς τα μειονεκτήματά της…» σημειώνει και κλείνει το μάτι.
Όση ώρα μιλάμε και καθόμαστε σε πετρόκτιστα πεζούλια, περνάνε κάτοικοι του χωριού. Ανταλλάσσουμε χαιρετούρες όπως κάνουν στα χωριά «Στο χωριό το πρόβλημα είναι πώς θα ενσωματωθείς στην κοινωνία. Χρειάζεται χρόνος για να σε αποδεχτούνε. Μα αν συμβεί, τότε όλα είναι καλά. Έχεις τη στήριξή τους». Όσοι πέρασαν όμως ήταν ηλικιωμένοι «Τα χωριά πεθαίνουν γιατί φεύγουν οι νέοι και μένουν οι γέροι. Αν έρθουν οι νέοι θα θεριέψει. Θα πάρει τα πάνω του. Θα ασχοληθούν με τη γη και με τα ζώα».
Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Η Μαρία όμως το έκανε. Με κάθε ρίσκο. Κόντρα σε όσα της έλεγαν γνωστοί και φίλοι. Θυμάται τη στιγμή που πήγε να παραιτηθεί από τη δουλειά της «Είχαν πέσει όλοι από πάνω μου. Μα εγώ έκανα το σάλτο μορτάλε…» λέει και νιώθει απελευθερωμένη.
Του Κώστα Γκιάστα
Φωτ. Λεωνίδας Τζέκας