Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως όλα αυτά συνέβησαν διότι έπεσε στα «δίχτυα» του ποδοσφαιρικού τζόγου καθώς πίστευε πως είχε γνώση γύρω από τέτοιου είδους ζητήματα. Όμως ούτε το στοίχημα έπιασε αλλά ούτε την ποινή γλίτωσε που έφτασε στα έξι χρόνια κάθειρξης…
Ο κατηγορούμενος διατηρούσε κατάστημα πρακτορείου ΠΡΟΠΟ που λειτουργούσε στη Λάρισα. Πριν από κάποιο διάστημα υπέγραψε σύμβαση αορίστου χρόνου με τη ΔΕΗ. Εργοδότης ήταν η δημόσια υπηρεσία και εργολάβος το πρακτορείο. Αντικείμενο της σύμβασης ήταν η είσπραξη και εξόφληση λογαριασμών από τον πράκτορα. Ένα πρωί όμως, σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, πηγαίνει στα γραφεία της ΔΕΗ ο τότε πρόεδρος των πρακτόρων ΠΡΟΠΟ Λάρισας και ενημερώνει τον διευθυντή πωλήσεων πως ο συγκεκριμένος πράκτορας του είχε εκμυστηρευτεί ότι είχε παρακρατήσει και δεν είχε αποδώσει στη ΔΕΗ ένα μεγάλο αριθμό εισπραχθέντων λογαριασμών από πελάτες. Ταυτόχρονα του είπε πως θα πήγαινε στην Αθήνα να βρει χρήματα από συγγενείς και τράπεζες για να καλύψει τη ζημιά.
Μια ημέρα αργότερα ο πρόεδρος των πρακτόρων πηγαίνει στα γραφεία της ΔΕΗ με 787 αποδείξεις συνολικού ποσού 105 χιλιάδων ευρώ, οι οποίες είχαν εισπραχθεί από τον κατηγορούμενο σε διάστημα ενός μηνός αλλά δεν είχαν αποδοθεί στη ΔΕΗ.
Περνάνε ακόμα 24 ώρες και ο πρόεδρος ξαναπάει στη ΔΕΗ για τρίτη φορά. Μαζί του όμως είχε και τον εν λόγω πράκτορα ο οποίος είπε πως ήταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση και ζήτησε μια μικρή προθεσμία για να εξοφλήσει.
Εν τω μεταξύ η ΔΕΗ πήρε τα απαραίτητα μέτρα, για να προφυλαχθεί. Μεταξύ άλλων του πήρε τη σφραγίδα και την πινακίδα εξόφλησης λογαριασμών και δημοσιεύτηκε άμεσα η καταγγελία στον τοπικό ημερήσιο Τύπο.
Λίγες ημέρες μετά ο κατηγορούμενος πήγε και εξόφλησε 27 αποδείξεις ύψους 1.786 ευρώ ενημερώνοντας πως δεν μπόρεσε να βρει άλλα λεφτά.
Ο συνήγορος υπεράσπισης προέβαλε κάποιους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Ο ένας ήταν πως δεν προέκυψε το ποσό της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπεξαίρεσης, ενώ απ’ αυτό δεν έχουν αφαιρεθεί οι προμήθειες. Ακόμα ανέφερε πως ο κατηγορούμενος ήταν εξαρτημένος από το στοίχημα, τονίζοντας πως έπασχε από «παθολογική χαρτοπαιξία». Εν κατακλείδι ο συνήγορος υπεράσπισης ανέφερε πως ο πελάτης του προέβη στις πράξεις αυτές υπό το καθεστώς διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή της συνείδησής του, κάτι που ισχυρίστηκε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της απολογίας του, με τον δικό του τρόπο.
«Ασχολιόμουν πολύ με το ποδόσφαιρο και είχα και ρόλο μέσα σε αυτό. Νόμιζα πως ήξερα από ποδόσφαιρο» τόνισε και πρόσθεσε «πίστεψα πως ήξερα και από το στοίχημα. Στην αρχή πήγαινα για το κέρδος όμως στη συνέχεια ήμουν εθισμένος και έγιναν όσα έγιναν…» περιγράφοντας πως αυτή η ιστορία του έχει στοιχίσει, ενώ είπε πως παρακολούθησε και σχετικό πρόγραμμα απεξάρτησης.
Ως μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε ακόμα και πρώην προπονητής της ΑΕΛ, ο οποίος υποστήριξε μεταξύ άλλων πως προσπάθησε από την πλευρά του να τον βοηθήσει και να τον στηρίξει για να σταματήσει, λόγω της πολύ καλής τους γνωριμίας.
Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών καθώς κρίθηκε ένοχος για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Το δικαστήριο ωστόσο έδωσε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση κάτι που του δίνει τη δυνατότητα να είναι ελεύθερος ως και την εκδίκαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ