Όλα συνέβησαν λίγα χρόνια πριν, όταν ο παθών ως άνεργος απευθύνθηκε στον θείο του με σκοπό την εξεύρεση εργασίας. Ο θείος εκείνο το διάστημα ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής εταιρίας που είχε έδρα τη Λάρισα και αντικείμενο των εργασιών της ήταν η εισαγωγή και η εμπορία ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Έτσι κι έγινε. Ο θείος προσέλαβε τον ανιψιό ως υπάλληλο αλλά υπό έναν όρο. Να συστήσει μαζί με ένα άλλο άτομο, που θα του υποδείκνυε ο θείος του, μια εταιρία με τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, που θα προμηθεύεται τα προς πώληση αντικείμενα αποκλειστικά από την επιχείρηση του θείου. Τον όρο αυτό τον έθεσε ο κατηγορούμενος προκειμένου να εξυπηρετείται στις οικονομικές συναλλαγές του, με το μπλοκ των επιταγών που θα έβγαζε η υπό σύσταση εταιρία από τις τράπεζες.
Ο θείος εμφάνισε μια γυναίκα στον ανιψιό και του υπέδειξε πως με αυτήν θα πρέπει να συστήσουν μια εταιρία. Συστήνεται η εταιρία και μάλιστα υπάρχει ο όρος που προβλέπει ότι η αποκλειστική προμήθεια θα γίνεται από την εταιρία του θείου. Σε διαφορετική περίπτωση μάλιστα θα καταγγελλόταν το ιδιωτικό συμφωνητικό. Ο ανιψιός πήρε τα λευκά μπλοκ των επιταγών και τα παρέδωσε στον θείο. Συμφώνησαν ρητά ότι η έκδοση και η τυχόν οπισθογράφηση θα γινόταν πάντοτε αποκλειστικά από τον ανιψιό, ο οποίος θα υπέγραφε επί των σωμάτων των επιταγών μόνο υπό την εποπτεία και καθ’ υπόδειξη του κατηγορουμένου.
Ο θείος όμως ευρισκόμενος σε ταμειακές δυσκολίες, συμπλήρωσε τις επιταγές χωρίς να γνωρίζει κάτι ο ανιψιός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πλαστογραφήσει επιταγές, συνολικού ποσού 36 χιλιάδων ευρώ.
Κρίθηκε ένοχος για την πράξη της πλαστογραφίες μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία άνω των 30 χιλιάδων ευρώ. Καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 5 ετών ενώ του στερήθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα για τρία χρόνια. Το δικαστήριο αποφάνθηκε η έφεση να έχει αναστέλλουσα δύναμη.
Κ. ΓΚΙΑΣΤΑΣ