Εν τέλει με πλειοψηφία 4-3 (τρεις οι ένορκοι) κρίθηκε ένοχος, παρά την απαλλακτική πρόταση του εισαγγελέα της έδρας αλλά και τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες υπεράσπισης. Ο άνδρας κρίθηκε ένοχος και τιμωρήθηκε με πέντε χρόνια κάθειρξης. Δεν οδηγήθηκε όμως στη φυλακή καθώς το δικαστήριο εκτός που του αναγνώρισε ελαφρυντικό, αποφάσισε η έφεση να έχει αναστέλλουσα δύναμη. Ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της απολογίας του, αρνήθηκε τις κατηγορίες και τόνισε πως όλα έγιναν γιατί ήθελε να τον τιμωρήσει η μάνα του κοριτσιού, που ζητούσε να έχουν ερωτικές επαφές, χωρίς όμως να καταφέρει να πείσει το δικαστήριο για κάτι τέτοιο.
Η κοπέλα παρουσίαζε βαριά νοητική υστέρηση σε ποσοστό 80%. Πήγαινε σε ειδικό σχολείο και καθ’ όλη τη διάρκεια της φοίτησής της, είχε σε εβδομαδιαία βάση ατομικές συναντήσεις ψυχολογικής υποστήριξης και συμβουλευτικής, με μια ψυχολόγο. Ανάμεσά τους μετά από καιρό αναπτύχθηκε μια σχέση εμπιστοσύνης. Μια ημέρα όμως πήγε στην ψυχολόγο και της εμπιστεύτηκε ένα «μυστικό» που την αναστάτωσε. Πώς ένας ενήλικος αλλοδαπός άνδρας, φιλικό πρόσωπο της οικογένειας, την παρέσυρε στο σπίτι του και την κακοποίησε σεξουαλικά. Σύμφωνα μάλιστα με την ψυχολόγο το συναίσθημά της ήταν πολύ έντονο και είχε μεγάλη αγωνία για την καθυστέρηση της εμμήνου ρύσης και την αντίδραση των γονιών της. Αμέσως ζητήθηκε από τους γονείς να επισκεφτούν το σχολείο. Αφού ενημερώθηκαν, η μητέρα πήγε και κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία. Η νεαρή παρουσία παιδοψυχολόγου επιβεβαίωσε τα όσα κατήγγειλε η μητέρα της.
Σύμφωνα με τα όσα κατατέθηκαν ένα μήνα νωρίτερα, η νεαρή ενώ πήγε να πετάξει τα σκουπίδια τη φώναξε ο κατηγορούμενος να πάει σπίτι. Αυτήν πήγε και εκεί έγιναν κάποιες ασελγείς πράξεις, σύμφωνα με το δικαστήριο.
Στην έκθεση της ψυχολόγου του ειδικού σχολείου, αναφέρεται μεταξύ άλλων πως κάθε φορά που η νεαρή περνάει από το σπίτι του κατηγορουμένου «έχει έντονη συναισθηματική αναστάτωση, φόβο, ενοχές και αγωνία. Ανησυχεί για το αν θα καταφέρει να προστατέψει τον εαυτό της σε περίπτωση που της ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Φοβάται μήπως κατηγορηθεί η ίδια και αναστατώνεται κάθε φορά που βλέπει περιπολικό ή πρέπει να πάει στην ασφάλεια. Δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί. Κλαίει συχνά και επιζητά την επιβεβαίωση των ανθρώπων του σχολείου».
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα η καταγγελία της παθούσας κρίθηκε αξιόπιστη τόσο από την ψυχολόγο που διενήργησε την πραγματογνωμοσύνη όσο και από την ιατροδικαστή που την εξέτασε.
«Όλα τα έκανε η μητέρα του κοριτσιού που ήθελε να με εκδικηθεί. Μια φορά είχαμε (σ.σ. με τη μητέρα του κοριτσιού) ερωτική επαφή και μετά ζήτησα να σταματήσουμε γιατί έμαθα πως είναι παντρεμένη. Όταν ήταν να φύγω από το σπίτι που έμενα, πήγε να με εκδικηθεί με αυτόν τον τρόπο. Όλα όσα λέει η μικρή, την έβαλε η μητέρα της να τα πει» κατέληξε.
Μέσα σε έντονη ψυχολογική κατάσταση και δυσκολία στην περιγραφή κατέθεσε η παθούσα ενώ ενώπιον της έδρας στάθηκαν και οι γονείς της.
Απαλλακτική ήταν η πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ο οποίος μεταξύ άλλων συμπέρανε πως η «παθούσα αντιλαμβανόταν πλήρως τι συνέβαινε. Μπορούσε να εκφράσει έστω και σιωπηρώς τη συναίνεσή της και το έκανε. Μπορούσε να εναντιωθεί όμως δεν το έκανε. Είχε τις σωματικές δυνάμεις να το κάνει. Μπορούσε να φωνάξει και να φύγει». Όμως δεν το έκανε και τόνισε πως όλα άλλαξαν όταν εισήλθε ο φόβος για μια «εγκυμοσύνη» παρά το γεγονός πως δεν υπήρξε ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ