Ο Γιάννης κάθεται με τα χέρια στις τσέπες ανάμεσα σε δύο πίνακες. Την «Γκουέρνικα» του Πικάσο και την «Ωραία Αδριάννα των Αθηνών» του Θεόφιλου. Ούτε ο Λέσβιος καλλιτέχνης θα είχε ποτέ αντίρρηση, ώστε ένα σπουδαίο έργο του να κοσμεί τμήμα των Φυλακών Λάρισας. Με σκυμμένο το κεφάλι σιγοψιθυρίζει πως έκανε ένα λάθος και γι’ αυτό ήταν πάντα έτοιμος να το πληρώσει με μια δίκαιη ποινή.
«Και μετά όμως; Μπορείς να μου πεις τι θα γίνει μετά; Πού θα βρω δουλειά; Ποια πόρτα θα ανοίξει για μένα; Έχω το στίγμα. Καταλαβαίνεις; Του φυλακισμένου»…
Τη λένε επανένταξη και στην Ελλάδα την ψάχνουμε.
Σαν μπεις στη φυλακή δύο πράγματα δεν ρωτάς ως δημοσιογράφος. «Για ποιον λόγο είσαι μέσα και πόσα χρόνια άκουσες». Ό,τι άλλο θες ρώτα. Αυτά τα δύο θα στα πούνε οι ίδιοι, όταν και άμα θέλουν.
Από τη στιγμή που ανοίγει η μεγάλη πόρτα, αφήνεις έξω ό,τι σκέφτεσαι. Εδώ τα ξεχνάς. Άλλο κόσμος και συ ο ψαρωμένος που βρωμάς κοινωνία από μακριά. Μυρουδιά που οι κρατούμενοι την καταλαβαίνουν. Την αναζητούν, ενίοτε. Κάτι τους θυμίζει…
Κάθε πτέρυγα που αφήνεις πίσω, αφήνεις και λίγη από μαγκιά που νομίζεις πως έχεις. Όταν τις περάσεις όλες, τότε σου ‘χει φύγει και το τελευταίο ίχνος.
Γυμνός. Εσύ και ιστορίες με ναρκωτικά, δολοφονίες, παράνομες μεταφορές μεταναστών, οικονομικά εγκλήματα, ληστείες. Ο καθένας έχει να σου πει και από μία. «Όαση» σ΄ αυτήν την έρημο της εγκληματικότητας το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, που αποτελεί τον Δούρειο Ίππο για να μιλήσεις με κρατούμενους στον χώρο τους. Χτυπάμε την πόρτα ενώ κάνουν μαθηματικά. Όλοι σε σχήμα «Π» και στη μέση ο εθελοντής καθηγητής. Καθόμαστε να παρακολουθήσουμε. Μαθαίνουν ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει στη φυλακή. Κλάσματα. Ό,τι πιο πολύτιμο για να καταλάβεις πόσα ρε διάολε, θα είναι τα δικά σου 2/5 που θα εκτίσεις.
«Όλα είναι σημαντικά. Ό,τι μαθαίνουμε εδώ μέσα είναι χρυσάφι. Το σχολείο είναι το πιο ωραίο σημείο της φυλακής», ο Μάριος μαζεύει την παρέα του όταν χτυπάει το διάλλειμα. Αποφασίζει να μιλήσουμε επειδή αυτός το θέλει. «Γράψε δημοσιογράφε όμως και τα άσχημα» και ανοίγω το μπλοκάκι και τα αυτιά μου. Γύρω κρατούμενοι πολλών εθνικοτήτων. Χωρίς φύλακες και δάσκαλους. Μόνοι μας εμείς και οι ανησυχίες τους.
«Γιατί δεν μας δίνουν άδειες πιο συχνά; Μας βάζουν να κάνουμε αιτήσεις συνέχεια και μόλις φτάνει ο χρόνος να απολυθούμε, τότε μας εγκρίνουν και λένε τι τη θέλεις τώρα αφού απολύεσαι;
… Γιατί δεν μας πάνε σε πόλεις κοντά στις οικογένειές μας να μπορούμε να τους βλέπουμε στα επισκεπτήρια;
… Γιατί δεν μας επιτρέπουν να έχουμε επαφή με γυναίκες που είναι μια ανθρώπινη ανάγκη;
… Γιατί δεν φροντίζουν να μας δώσουν ένα εφόδιο για να μπορούμε να ενταχθούμε ανθρώπινα στο σύνολο. Με ίσους όρους.
…Γιατί μας βάζουν υψηλούς φόρους στα ψώνια μας. Μέσα στις φυλακές γιατί;».
Νέα παιδιά με όρεξη για ζωή. Προσεγμένοι στην εμφάνισή τους και με όνειρα. «Κάναμε ένα λάθος. Ας το πληρώσουμε με την ποινή μας όχι με τη ζωή μας». Αφήνεις το στυλό και βάζεις την πλάτη πίσω στην καρέκλα, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και ακούς.
«Και οι δικαστές; Εντάξει μορφωμένοι άνθρωποι αλλά μας τσουβαλιάζουν. Κοιτάνε τις ενδείξεις και όχι τις αποδείξεις όταν δεν υπάρχουν. Ό,τι πει ο μάρτυρας που ανάθεμα κι αν σε είδε. Σε κρίνουν από τι ρούχα φοράς και αν είσαι προσωρινά κρατούμενος».
Ο νεαρότερος της παρέας, βάζει μια άνω τελεία γιατί βαριέται να τα ακούει όλα αυτά «Πες μας για την πόλη; Στόλισαν για τα Χριστούγεννα ή ακόμα;». Του απαντάω αρνητικά και συνεχίζει «Το μπουφάν από πού το πήρες; Θέλω και γω ένα τέτοιο όταν βγω». Σκέφτεται το αύριο, το άμεσο μέλλον του.
-«Θα ξαναγυρίσεις στο Πακιστάν όταν αποφυλακιστείς;»
-«Δεν γυρίζω. Αθήνα θα πάω. Σκέψου όμως να έδιναν την ευκαιρία να μάθαινα και μια τέχνη για να μην ξαναγυρίσω στα ίδια και πάλι πίσω στη φυλακή».
Ευτυχώς έχουν το σχολείο. Κάποιοι τα έμαθαν από την αρχή. Άλλοι απλά φρεσκάρισαν τις γνώσεις τους. Το σίγουρο είναι πως ανανέωσαν το ενδιαφέρον για τη ζωή τους.
Έφυγαν από το τυφλοσούρτι. Φαΐ, ύπνος, αυλισμός, τσιγάρα και κουβέντα, κουβέντα ατελείωτη.
-«Και να ξέρεις το εξής. Εδώ μέσα όλοι αρπάζονται με το παραμικρό. Με μια απλή κουβέντα. Με ένα κοίταγμα…». Καταριούνται τα Σαββατοκύριακα που δεν έχουν σχολείο και δεν περνάει ο χρόνος.
-«Α! και το άλλο. Γιατί δεν κάνουν το σχολείο και ακόμα έναν χρόνο για να βγάζουμε και το Λύκειο. Σκέψου πόσο σημαντικό είναι για κάποιους που θέλουν να προχωρήσουν».
Και πόσο να σκεφτείς μέσα στο κελί; Πόσα καινούρια να βάλεις στον νου;
-«Την οικογένειά σου σκέφτεσαι συνέχεια» παίρνει τον λόγο ο Μασούντ «Αυτοί περνάνε πιο δύσκολη φυλακή από σένα που είσαι εδώ μέσα».
Μου δείχνουν με περηφάνια τη βιβλιοθήκη, το μουσείο όπου φιλοξενούνται έργα τέχνης. Άλλος δείχνει και το πόδι του «ήμουν δεξί χαφ όμως τραυματίστηκα και σταμάτησα. Να εδώ έκανα την επέμβαση».
Σταματάμε γιατί έχουν ενημέρωση από τον Οδοντιατρικό Σύλλογο. Ακούνε πως πρέπει να βουρτσίζουν τα δόντια τους, αλλά μαθαίνουν και τι ζημιά τούς προκαλεί η πρέζα, η κόκα, η μεθαμφεταμίνη, το μαύρο. Πράγματα της καθημερινότητάς τους.
«Κύριε, τι οδοντόκρεμα μας προτείνετε να χρησιμοποιούμε;» ρωτάει ένας ευγενικά και με πραγματικό ενδιαφέρον. Έχει φωτεινό χαμόγελο και δίψα για ζωή.
Ίσως να μην ξέρει για τον Μίσιο, που ήταν όλη του τη ζωή στις φυλακές και του ζητούσαν να χαμογελάσει ρε. Αυτός το κάνει αυθόρμητα.
Άντε και καλή κοινωνία…
Του Κώστα Γκιάστα