συνέβη στη Λάρισα πριν από 7 περίπου χρόνια και σύμφωνα με το δικαστήριο η γυναίκα που ήταν ήδη μητέρα, έτυχε μιας σειράς παραλείψεων και ως εκ τούτου κατέληξε στο νοσοκομείο στο οποίο όταν έφτασε ήταν ήδη αργά. Η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό τώρα μέσα σε φορτισμένο συναισθηματικά κλίμα. Στο πρώτο δικαστήριο η γυναικολόγος είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 3 ετών με αναστολή ενώ ήταν ακόμα δύο κατηγορούμενοι που αθωώθηκαν. Ωστόσο για τον αναισθησιολόγο, που αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών, άσκησε έφεση ο εισαγγελέας. Έτσι οι δύο κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λάρισας από το οποίο και καταδικάστηκαν με 18 μήνες φυλάκιση έκαστος με αναστολή.
Σύμφωνα με το δικαστήριο υπήρξαν τέσσερα σημεία τα οποία στοίχισαν τη ζωή στη νεαρή ήδη μητέρα και για τα οποία κατηγορούνταν οι δύο επιστήμονες. Το πρώτο ήταν πως μετά την έξοδο του νεογνού και του πλακούντα εμφάνισε η γυναίκα εμμένουσα αιμορραγία οφειλόμενη σε ατονία της μήτρας, δεν προέβησαν αμέσως σε διενέργεια υστερεκτομής προς αντιμετώπισή της, κάτι που έγινε μετά από καθυστέρηση τεσσάρων ωρών από την εκδήλωσή της.
Το δεύτερο ήταν πως δεν έκαναν άμεσο εργαστηριακό, αιματολογικό, καρδιολογικό και υπερηχογραφικό έλεγχο της ασθενούς προκειμένου να διαγνωσθεί εγκαίρως, το αίτιο της αιμορραγίας και να γίνουν χωρίς καθυστέρηση οι απαιτούμενοι ιατρικοί χειρισμοί για την αντιμετώπισή της. Το τρίτο ήταν πως δεν προχώρησαν σε αποκατάσταση του χαμένου αίματος και ενδαγγειακού όγκου με τη χορήγηση των απαιτούμενων φιαλών αίματος και πλάσματος, επιτείνοντας τον κίνδυνο διάχυτης ενδαγγειακής πήξης και δημιουργίας ισχαιμικών βλαβών στο μυοκάρδιο και στον εγκέφαλο. Στοιχείο δε δηλωτικό της επιδεινωμένης κατάστασης της ασθενούς ήταν η πτώση του αιματοκρίτη από 38,7 σε 29,2 μονάδες. Τέταρτο και τελευταίο σημείο ήταν πως παρά το κατεπείγον της κατάστασής της, δεν μερίμνησαν για την έγκαιρη διακομιδή της σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα και δη στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, που διαθέτει τις κατάλληλες κτιριακές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις, το κατάλληλο ιατρικό προσωπικό και την απαιτούμενη υποδομή.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, σύμφωνα με τα όσα βάραιναν τους δύο γιατρούς, ήταν η αιμορραγική καταπληξία, η εμφάνιση διάχυτης ενδαγγειακής πήξης, αιμοδυναμικής αστάθειας και πολυοργανικής ανεπάρκειας, συνεπεία των οποίων η ασθενής κατέληξε.
ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο σύζυγος της θανούσας τόνισε μεταξύ άλλων τόσο στο πρώτο δικαστήριο όσο και στο δεύτερο πως «Βγήκε στις 10.30 η γιατρός και είπε πως όλα καλά, έχει απλά μια μικρή αιμορραγία αλλά όλα καλά. Μετά είπε ότι είχε κάνει υστερεκτομή και δεν είχε ενημερώσει κανέναν. Μόνη της το έκανε. Μετά εξαφανίστηκαν όλοι. Εμφανίστηκαν όλοι στις 4. Ήταν πεθαμένη κατ’ εμέ. Είχε κλειστά μάτια και καμία επαφή. Στο νοσοκομείο μας είπαν πως είναι σοβαρά και πως κινδυνεύει. Έπρεπε να φύγει πιο γρήγορα».
*Ο ιατροδικαστής είπε μεταξύ άλλων πως «είχε ζωτικές ενδείξεις αλλά δεν μπορούσε το νοσοκομείο να κάνει τίποτα».
*Από την πλευρά της η γυναικολόγος κατέθεσε στην απολογία της στα δύο δικαστήρια μεταξύ άλλων πως «Είναι άσχημο όλο αυτό που γίνεται. Πάλεψα να γίνουν τα πάντα σωστά. Όταν χάνεις έναν άνθρωπο δεν σημαίνει πως κάποιος φταίει. Απλά συμβαίνει, είναι να μην σου τύχει». Κατά τη διάρκεια της απολογίας της έδωσε τη δική της διάσταση για το πώς συνέβησαν όλα στην κλινική πριν το νοσοκομείο αλλά στάθηκε και στο ενδιαφέρον που έδειξε όλο αυτό το διάστημα.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ