«Στο όνομα της «ενίσχυσης του υγιούς ανταγωνισμού και ανάπτυξης της υγιούς επιχειρηματικότητας», όπως ενέγραφε η αιτιολογική έκθεση της εισαγόμενης σχετικής νομοθετικής διάταξης και σε εκπλήρωση σχετικής μνημονιακής υποχρέωσης, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τον περασμένο Αύγουστο, μέσα στο κατακαλόκαιρο, προχώρησε στην κατάργηση της ταχυδρομικής έκπτωσης για την ταχυδρομική, μέσω ΕΛΤΑ, διακίνησης μέχρι 400 αντιτύπων ανά έκδοση που ίσχυε επί δεκαετίες, για τα έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, περιφερειακά και τοπικά, αλλά και κλαδικά, και κυρίως έντυπα που εκδίδονται τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση, των οποίων οι ιδιοκτήτες είναι μέλη της Ένωσης Δημοσιογράφων Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου ή που μπορούν να είναι μέλη της πιο πάνω Ένωσης.
Η άδικη και επιλεκτική ρύθμιση, είναι καταστροφική για πολλές περιφερειακές και τοπικές εφημερίδες, οι οποίες με κόπο και εξαιρετικές δυσκολίες τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να επιβιώσουν και να ενημερώνουν τους συμπολίτες τους και θα τις οδηγήσει στο λουκέτο. Ήδη, εξαιτίας της, ορισμένες τοπικές εφημερίδες έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους.
Για να γίνει κατανοητό το πρόβλημα αρκεί να επισημάνουμε ότι όσο διαρκούσε η ταχυδρομική έκπτωση, οι τοπικές εφημερίδες πλήρωναν για τη διακίνηση 400 αντιτύπων το ποσό των 13 λεπτών του ευρώ (0,13 ευρώ) για κάθε τεμάχιο. Τώρα, μετά την κατάργηση της ταχυδρομικής έκπτωσης, τα ταχυδρομεία ζητούν για κάθε τεμάχιο ένα ευρώ και τριάντα πέντε λεπτά (1,35 ευρώ). Δηλαδή, μια μηνιαία ας πούμε τοπική εφημερίδα, για να μπορέσει να διακινήσει 400 αντίτυπα, καλείται πλέον να πληρώσει 540 ευρώ για ταχυδρομικά τέλη, ποσό απαγορευτικό για την επιβίωσή της.
Προκειμένου να διορθωθεί η πιο πάνω περιγραφείσα κατάφωρη αδικία σε βάρος μεγάλου αριθμού τοπικών, περιφερειακών αλλά και κλαδικών εντύπων, προτείνουμε την τροπολογία, για την κατάργηση του επίμαχου άρθρου και την επαναφορά των προτέρων διατάξεων».