Του Κ. Γκιάστα
Φωτ. Ν. Σιούμκας
Τους βλέπεις σκυμμένους με τις ώρες. Τσάκα – τσούκα. Τρύπα και βελόνα. Δέρμα και νήμα. Σόλα και κόλλα. Μα τι φτιάχνουν...;
«Τσαρούχια» φωνάζει περήφανα ο κ. Κώστας Μπλιούμπας και είναι από τους λίγους μαζί με τον γιο του Δημήτρη, που διατηρούν ζωντανή την τέχνη σε όλη την Ελλάδα.
Τους συναντάμε σε ένα μικρό τσαγκάρικο στο κέντρο της πόλης. Μόλις ετοίμασαν μια παραγγελία για ένα χορευτικό συγκρότημα. Μα αλήθεια υπάρχουν άλλοι, πλην των χορευτικών που ζητάνε πλέον αυτού του είδους την υπόδηση; Κι όμως σύμφωνα με τον Δημήτρη «Ένας από την Ισπανία μας ζήτησε ένα διακοσμητικό για το σπίτι του. Κάποιος άλλος μας πήρε τηλέφωνο από τη Ρόδο, από την Κατερίνη, απ' όλη την Ελλάδα. Μα πολλή πέραση είχαν για τους βλάχους στη Σαμαρίνα αφού τα ανταμώματα είναι σημαντικά». Τα έχουν στη βιτρίνα και οι περαστικοί τα θαυμάζουν.
Ο κ. Κώστας ξεκίνησε να φτιάχνει παπούτσια στην Ελασσόνα το 1952 και ήρθε στη Λάρισα το 1979. «Στην Ελασσόνα τα παλιά τα χρόνια οι γυναίκες άνοιξη και καλοκαίρι ήταν ξυπόλητες σε όλες τις εργασίες τους. Το βράδυ όμως το μόνο που έκαναν ήταν να βγάζουν τα αγκάθια από τα πόδια τους» θυμάται, «πού παπούτσια τότε;».
Μας δείχνει για αρχή ένα γρουνοτσάρουχο «αυτό είναι λίγο πιο σκληρό γιατί είναι από αγριογούρουνο. Ό,τι πέθαινε του έπαιρναν το δέρμα και το έφτιαχναν υπόδημα. Απλό και εύχρηστο».
Στη συνέχεια πιάνει ένα τσαρούχι πάνω από δύο κιλά. Το γυρνάμε από κάτω και είναι γεμάτο σίδερο «Αυτό ήταν κάποιων τσοπάνηδων. Το ζητούσαν με ειδική παραγγελία έτσι για να μην χαλάει από τις λάσπες. Δεν ήθελαν κενό ανάμεσα στις σιδερένιες πρόκες. Βαρύ και πολύ δύσκολο παπούτσι».
Μας κάνουν νόημα να περάσουμε στον χώρο εργασίας. Πιάνουν τα εργαλεία και ξεκινάνε. Ταυτόχρονα όμως ζητάμε και περιγραφή από τον γιο: «Στην αρχή παίρνεις το δέρμα από μοσχάρι που είναι πιο γερό και πιο γεμάτο. Πάνω σε αυτό μπαίνει η φόδρα από γίδα.
Τα κόβουμε με το πατρόν και έχουμε το σχήμα που θέλουμε. Τα ενώνουμε, τα γαζώνουμε και συνεχίζουμε».
Σηκώνεται και πάει στο καλαπόδι: «Μετά έρχεται εδώ στο καλαπόδι και εν συνεχεία κολλάει ο πάτος και μοντάρεται πάνω σε αυτό. Επάνω σε όλο αυτό μπαίνει η σόλα με το τακούνι και βγαίνει. Η σόλα γίνεται από δέρμα αγελάδας. Αφού φτάσει στο στάδιο της σόλας, μπαίνει το παρικόπιτσο και εκεί περνάει το σύρμα για να δέσει η φούντα. Επίσης όταν βάζουμε τη σόλα, τοποθετούμε και ξυλόπροκες που έχουν την ιδιότητα της σφήνας.
Για τα χορευτικά βάζουμε ενίοτε και πλαστική σόλα για να μην γυρνάνε». Έπειτα πιάνει και τη φούντα που όπως μας λένε είναι και αυτήν χειροποίητη.
Ψάχνοντας για τις ρίζες της λέξης βρίσκουμε πως προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.
Τσαρούχι λοιπόν. Το πιο διάσημο σουβενίρ από την Ελλάδα. Δείγμα λεβεντιάς και περηφάνιας. Επίκαιρο στις μέρες μας όσο ποτέ.
Αύριο η Εθνική Επέτειος του 1821 μα να που έρχονται και νέες «μάχες» στα eurogroup. «Θέλουν τέχνη και τα δύο» μας λέει ο παλιότερος μάστορας «και το τσαρούχι και οι διαπραγματεύσεις». Προκύπτει και σαφές μήνυμα που συνδυάζει ελληνική περηφάνια και αισιοδοξία για το μέλλον μας στην ευρώπη «Ένα τσαρουχάκι για τον Βαρουφάκη»... Αυτός το χρειάζεται.