Ο νόμος είναι ξεκάθαρος και αντιμετωπίζει τους δύο γονείς ως ίσους χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Έχοντας ως πρωταρχικό κριτήριο το συμφέρον του τέκνου, οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Ως εκ τούτου κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και μοναδική όμως είθισται οι δικαστές να επιλέγουν τη μητέρα ως πιο ασφαλή λύση. Η ελληνική κοινωνία το αποδέχεται. Η λογική το ίδιο…
Τι γίνεται όμως και πώς συμβαίνει να έρχεται κάτι διαφορετικό απ' όσα έχουμε συνηθίσει;
Με αυτό το ερώτημα συναντήσαμε την κ. Λίτσα Λιακούλη που εμπλεκόταν άμεσα στην υπόθεση ως πληρεξούσια δικηγόρος του πατέρα. Με αφορμή λοιπόν αυτήν την απόφαση η ίδια έθεσε το ζήτημα σε γενικότερη βάση, καθώς το χαρακτήρισε βαθιά πολιτικό και όχι μόνο κοινωνικό, τονίζοντας μάλιστα την έλλειψη μιας ανεξάρτητης κοινωνικής υπηρεσίας που να ασχολείται μόνο με οικογενειακού δικαίου υποθέσεις.
«Όσο αυξάνεται ο αριθμός των διαζυγίων τόσο αυξάνονται και οι υποθέσεις που μας απασχολούν σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών. Όσο μεγαλώνουν τα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις εξαιτίας όλων αυτών των παραγόντων και της κρίσης και της κατάρρευσης του αξιακού μας συστήματος τόσο περισσότερο εμφανίζονται φαινόμενα αδυναμίας διαχείρισης του θέματος της επιμέλειας των παιδιών και της συνεννόησης μεταξύ των δύο γονέων για την κηδεμονία εν γένει».
Σε καμία περίπτωση δεν έχει άδικο αφού η τελευταία και πιο ισχυρή αμυντική γραμμή για τον Έλληνα ήταν πάντοτε η οικογένεια. Φαίνεται όμως πως η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει και τους εν λόγω δείκτες μια και την ώρα που μειώνονται οι γάμοι αυξάνονται τα διαζύγια. Χαρακτηριστικό πως το 2010 καταγράφηκαν 13.275. Το 2011 έπεσε στις 12.705. Το 2012, όμως, έφτασαν στις 14.880. Ένα χρόνο αργότερα ο αριθμός τους εκτινάχθηκε στις 16.717 και πάει λέγοντας. Μεταξύ των διαζυγίων κυριαρχούν τα συναινετικά. Όμως υπάρχουν και οι αντιδικίες και εκεί έρχεται ο νόμος και ο εκάστοτε δικαστής.
«Η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή» λέει η κ. Λιακούλη «Δεν υπάρχουν κάποια στάνταρ. Υπήρχε η κατεύθυνση μέχρι σήμερα και η νομολογία μας πως το παιδί συνεχίζει να μένει με τη μητέρα του μέχρι και την ηλικία του προεφηβικού αν όχι του εφηβικού σταδίου. Είτε αγόρι είτε κορίτσι».
Έτσι και η συγκεκριμένη περίπτωση είναι μοναδική. Και ως τέτοια φαίνεται να την αντιμετώπισε το δικαστήριο της Λάρισας. Έκρινε πως ο πατέρας είναι κατάλληλος για την επιμέλεια και δύναται να συμβάλει θετικά στην περαιτέρω ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού, καθώς έχει δημιουργήσει ένα ομαλό και ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον.
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ «ΚΛΕΙΔΙ»
Στην περίπτωση αυτή έχουμε ανδρόγυνο που παντρεύεται πριν από αρκετά χρόνια. Κάνουν ένα παιδί αλλά αρχίζουν τα προβλήματα και έτσι η έγγαμη συμβίωσή τους σταδιακά και προοδευτικά διαταράσσεται σοβαρά με αποτέλεσμα να μην αποκατασταθεί στη συνέχεια η οικογενειακή γαλήνη και αρμονία. Μετά τον χωρισμό η γυναίκα μαζί με το παιδί πηγαίνει και μένει με τους γονείς της αλλά το δικαστήριο κρίνει πως οι συνθήκες του πατέρα είναι καταλληλότερες από αυτές της μητέρας.
Το παιδί είχε προσωπική επικοινωνία με την κρίνουσα δικαστή, προκειμένου να ληφθεί και να συνεκτιμηθεί η γνώμη του. Κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας, φέρεται να διατυπώνει με αυθορμητισμό τις απόψεις του και εκφράζει αβίαστα και ελεύθερα τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του. Αν και δείχνει πως τρέφει αισθήματα αγάπης και για τους δύο γονείς του, εκφράζει την επιθυμία να διαμένει πλέον με τον πατέρα του, ενώ παράλληλα νιώθει αγωνία για το ότι η μητέρα του θα λυπόταν γι' αυτό. Κατά την κρίση τού δικαστηρίου, το ανήλικο τέκνο έχει αναπτύξει την ωριμότητα που απαιτείται για να κατανοήσει το καλώς εννοούμενο συμφέρον του και να αποφασίσει σύμφωνα μ' αυτό. Χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να προκύπτει από κάποια πίεση ή αλόγιστης παροχής υλικών αγαθών από τον πατέρα προκειμένου να προσκολληθεί σε αυτόν. Η γνώμη του παιδιού απεδείχθη πως είχε σημασία και εκτιμήθηκε για την απόφαση του δικαστηρίου.
«Στο σύνολο των υποθέσεων με τέτοιο αντικείμενο παιδάκια που επιθυμούν να ζήσουν με τον μπαμπά τους, πλην όμως η συναισθηματική τους δέσμευση και η αγωνία τους μην διαλύσουν συναισθηματικά τη μαμά δεν τους επιτρέπει να πάρουν τέτοια απόφαση ή να την εκφράσουν» λέει συγκεκριμένα η κ. Λιακούλη.
ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΘΕΣΜΟΣ
Το ζήτημα όμως δεν είναι η συγκεκριμένη απόφαση αλλά γενικότερα το θέμα των οικογενειακών υποθέσεων. Ως τέτοια άλλωστε την προσεγγίσαμε για να ασχοληθούμε. Γι' αυτό και λέει η κ. Λιακούλη: «Το θέμα είναι βαθιά πολιτικό και όχι μόνο κοινωνικό» για να το εξηγήσει: «Στερούμαστε την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης κοινωνικής υπηρεσίας που να ασχολείται μόνο με οικογενειακού δικαίου υποθέσεις. Ένας αυτόνομος και ανεξάρτητος θεσμός που θα έχει ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς που θα ασχολούνται με τέτοιου είδους ζητήματα κατ' εντολή του δικαστηρίου, για τη διερεύνηση του κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντος. Εγώ πιστεύω στον θεσμό του οικογενειακού δικαστηρίου. Θα έπρεπε να είναι αυτόνομο και να λειτουργεί ως τέτοιο. Δεν μπορεί να συσσωρεύονται τα ασφαλιστικά μέτρα οικογενειακού δικαίου μαζί με τις κατασχέσεις και οτιδήποτε άλλο. Το οικογενειακό δικαστήριο θα έπρεπε να είναι ένας θεσμός ολοκληρωμένος με βοηθητικές υπηρεσίες ολοκληρωμένες, που θα παίρνει την εντολή η κοινωνική υπηρεσία να ασχοληθεί με ένα περιστατικό σήμερα και τώρα.
Πλέον γίνεται ακόμα πιο φανερή η έλλειψη αυτής της διασύνδεσης. Οι υπηρεσίες είναι λίγες, δεν επαρκούν και ο ρόλος πρέπει να είναι συγκεκριμένος. Η δομή πρέπει να είναι αφιερωμένη σε αυτόν τον σκοπό. Να ασχολείται με τέτοιου είδους θέματα. Η προστασία της ανηλικότητας θα πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο στα χαρτιά αλλά και να αναχθεί σε ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο, ούτως ή άλλως δικαίωμα, προστατευόμενο από την Πολιτεία, από τη Δικαιοσύνη και την τοπική κοινότητα».
Στη συγκεκριμένη απόφαση σημαντικό ρόλο έπαιξε η επαφή του δικαστή με το παιδί σε χώρο μάλιστα που σύμφωνα με την κ. Λιακούλη «που μπορεί να μην είναι ο κατάλληλος όμως οι δικαστές γίνονται νηπιαγωγοί – παιδαγωγοί για να αγκαλιάσουν τα παιδιά» καταλήγει.
Του Κώστα Γκιάστα