Μετά τις συναντήσεις της ελληνικής αντιπροσωπείας με Γερμανούς αξιωματούχους στο Βερολίνο, κοινός τόπος συζήτησης των δυο πλευρών, η αναγκαιότητα ενίσχυσης της συνεργασίας τους σε θέματα εκπαίδευσης, κυρίως αναφορικά με την ένταξη παιδιών προσφύγων και νεαρών προσφύγων στη σχολική και επαγγελματική εκπαίδευση, ενώ για ακόμη μια φορά, εγκωμιαστικά σχόλια υπήρξαν για τη στάση της ελληνικής κοινωνίας σχετικά με το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα.
Μετά το τέλος της συνάντησης, ο Λαρισαίος πολιτικός δήλωσε:
«Στη συνάντησή μου με τον υπουργό Παιδείας του κρατιδίου της Έσσης, πέρα από την ουσιαστική συζήτηση που είχαμε για θέματα εκπαίδευσης, επισήμανα την αναγκαιότητα για στενότερη συνεργασία των δυο χωρών και μεγαλύτερη βοήθεια στο προσφυγικό – μεταναστευτικό.
Η Ελλάδα αποτελεί πύλη εισόδου για τους πρόσφυγες και μετανάστες στο δρόμο για τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, που είναι και ο βασικός προορισμός τους. Οι “απαράδεκτες” ενέργειες όμως, κάποιων χωρών, οι οποίες έκλεισαν τα σύνορά τους, έχουν μετατρέψει την Ελλάδα από χώρα διέλευσης, σε χώρα προορισμού, εγκλωβίζοντας ως τώρα πάνω από 60.000 πρόσφυγες.
Ο τεράστιος αυτός αριθμός, εκτός απ’ τα λειτουργικά προβλήματα που προκαλεί, καθιστά δύσκολη, την ομαλή ενσωμάτωση στο κοινωνικό σύνολο των μικρών προσφύγων.
Ακόμη, σε μια χώρα που ήδη “αιμορραγεί” από τη μεγάλη ανεργία και τη φυγή χιλιάδων νέων στο εξωτερικό, μοιάζει με “όνειρο θερινής νυκτός” η απορρόφηση από μια απορρυθμισμένη αγορά εργασίας των ενήλικων προσφύγων.
Η Ελλάδα, ως ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει, αποδεικνύει καθημερινά την προσήλωσή της στην Ευρωπαϊκή Ιδέα∙ μια Ιδέα που δεν βασίζεται μόνο στην οικονομική, αλλά πρωτίστως στην πολιτισμική, κοινωνική και αλληλέγγυα ένωση.
Τώρα, είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ, η απόδειξη πως η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να αποτελεί τη μεγάλη μας οικογένεια. Είναι στο χέρι όλων μας να υπάρξουν καλύτερες μέρες».