. Η υπόθεσή του εκδικάστηκε στο Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 20 ετών. Συγκατηγορούμενος ήταν και ένας ακόμα Τυρναβίτης που εμπλεκόταν στην υπόθεση για ένα μέρος του ποσού και καταδικάστηκε σε έξι χρόνια κάθειρξης.
Ο - πρώην πλέον- τραπεζικός υπάλληλος της τότε Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας με διάφορες κινήσεις του και κυρίως χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα που ο ίδιος συνέτασσε κατάφερνε για έντεκα χρόνια και μέχρι το 2010 να βάζει «χέρι» κυρίως –αλλά όχι μόνο- σε προθεσμιακούς λογαριασμούς ανυποψίαστων πελατών. Παρουσιάζοντας εν συνεχεία αυτά τα έγγραφα έπειθε τόσο τους πελάτες όσο και τους αρμόδιους υπαλλήλους της τράπεζας πως όλα ήταν καλά. Το μόνο όμως που δεν πήγαινε καλά ήταν τα υπόλοιπα των λογαριασμών που ολοένα άδειαζαν επί της ουσίας ενώ τυπικά φαίνονταν όλα ρυθμισμένα και …τοκισμένα. Παράλληλα προσπαθούσε να εξαφανίσει τα ίχνη των κινήσεων και να τα «νομιμοποιήσει» και μια επιλογή του ήταν μέρος του ποσού να το «χορηγήσει με μορφή δανείου για ίδρυση νέας επιχείρησης ιερατικών ειδών» στην οποία εμπλεκόταν ο δεύτερος κατηγορούμενος. Η συνολική ζημιά της πρώην ΑΤΕ απ’ όλη την παράνομη δραστηριότητά του έφτασε στα 1.375.817,28 ευρώ.
ΠΩΣ ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΑΠΑΤΗ
Ο καταδικασθείς δημιουργούσε μια πλάνη τόσο στους υπαλλήλους όσο και στους ελεγκτές. Αυτό το πετύχαινε με τη χρήση των πλαστών εγγράφων που κατήρτιζε και τη γνώση των τραπεζικών συστημάτων που διαχειριζόταν, σύμφωνα με το δικαστήριο. Επίσης πολλά όφειλε στη χρήση του on line συστήματος της τράπεζας και τις αδυναμίες που αυτό παρουσίαζε αλλά και στο γεγονός πως συμπλήρωνε και εκτύπωνε ομόλογα, πλαστές και ψευδείς εντολές είσπραξης και πληρωμής στα ονόματα των πελατών της ΑΤΕ. Η πλάνη ήταν πως «είχε την εξουσιοδότηση προσώπων που είχαν προθεσμιακές καταθέσεις ή καταθέσεις ταμιευτηρίου στο κατάστημα που Τυρνάβου να αναλάβει δήθεν για λογαριασμό τους χρήματα». Σε άλλες περιπτώσεις πως οι ίδιοι πελάτες «είχαν καταθέσεις επί προθεσμία ή καταθέσεις ταμιευτηρίου, τις οποίες και αναλάμβαναν, άλλοτε ότι τις τοποθετούσαν σε λογαριασμούς τρίτων είτε σε μετρητά είτε συμψηφιστικά και άλλοτε ότι πραγματοποιούσαν διάφορες τραπεζικές συναλλαγές, που στην πραγματικότητα οι ίδιοι δεν τις γνώριζαν».
Στις περισσότερες περιπτώσεις, σύμφωνα με το δικαστήριο, υπέγραφε αίτηση πρόωρης ανάληψης καταθέσεων των πελατών και μετά «κατήρτιζε εντολή πληρωμής για τις αναλήψεις και εντολή είσπραξης για τις καταθέσεις στο όνομα του δήθεν ενδιαφερόμενου πελάτη για την ανάληψη ή για την κατάθεση ενός ποσού, βάζοντας μάλιστα και υπογραφές στη θέση «ο λαβών» πείθοντας και τους ελεγκτές να συνυπογράψουν αλλά και τους υπαλλήλους που εκτελούσαν την ταμειακή υπηρεσία της θυρίδος ότι επρόκειτο για πραγματικές αναλήψεις ή καταθέσεις ποσών από τους πελάτες».
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΛΑΤΕΣ
Σε άλλες δε περιπτώσεις είχε αποκτήσει ιδιαίτερες σχέσεις με τους πελάτες της Τράπεζας, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να επενδύσουν «είτε σε προθεσμιακές καταθέσεις είτε σε άυλους τίτλους τα κεφάλαιά τους και ενεργούσε ο ίδιος για την ολοκλήρωση των διαδικασιών, πετυχαίνοντας την εμπιστοσύνη τους». Αποτέλεσμα αυτής της σχέσης ήταν πως κάποιοι από αυτούς «να μην ελέγχουν ουσιαστικά τις κινήσεις που έκανε για λογαριασμό τους και ο κατηγορούμενος τελικά εκμεταλλευόταν τη δημιουργηθείσα κατάσταση, διοχετεύοντας τα χρήματά τους όχι στα επενδυτικά προϊόντα της Τράπεζας αλλά σε λογαριασμούς τρίτων, σε λογαριασμούς δικούς του και σε δικούς τους λογαριασμούς που είχε ανοίξει εν αγνοία τους». Έπειθε μάλιστα τους ίδιους και την Τράπεζα ΑΤΕ ότι είχαν επενδύσει σε διάφορα επενδυτικά προγράμματα με τη σύνταξη πλαστών αποδεικτικών εγγράφων. Κατά τις ανανεώσεις προθεσμιακών καταθέσεων, για να μην γίνεται αντιληπτός «κατέθετε νωρίς το πρωί της ημέρας λήξης τα ποσά που ήδη είχε αναλάβει από τους προθεσμιακούς λογαριασμούς, εξέδιδε στη συνέχεια «εικονικό» αποδεικτικό προθεσμιακής κατάθεσης που παρέδιδε στους πελάτες με το αρχικό ποσό και προσαυξημένο με τόκους και ακολούθως μετά την απομάκρυνση του πελάτη ακύρωνε την εικονική κατάθεση, εκτύπωνε το πραγματικό αποδεικτικό προθεσμιακής κατάθεσης με το ισχύον υπόλοιπο, ώστε να συμφωνεί και λογιστικά»…
"ΤΟΝ ΖΗΤΟΥΣΑΝ ΟΙ ΠΕΛΑΤΕΣ..."
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ένας εκ των μαρτύρων τραπεζικός ελεγκτής στάθηκε στο γεγονός πως «είχε προσωπικούς πελάτες που τον ζητούσαν». Από την πλευρά του ο δεύτερος κατηγορούμενος με τα ιερατικά είδη τόνισε μεταξύ άλλων πως «Μου ζητούσε και πράγματα στη συνέχεια που δεν μπορούσα να φέρω. Μέχρι που έκανα τη δική μου βιοτεχνία και ήταν χειροποίητα πολλά από αυτά.
…Μου έβαζε λεφτά σε ένα βιβλιάριο και όταν πήγαινα στην Αθήνα για να μην κουβαλάω λεφτά πάνω μου πήγαινα στην Αγροτική και έκανα ανάληψη από εκεί, έπαιρνα τα χρήματα από εκεί και πλήρωνα για να πάρω τα υφάσματα και έφευγα. Γι’ αυτό και δεν είχα κάνει καμία ανάληψη ξανά από τότε από αυτό το βιβλιάριο» τόνισε.
*Ο 46χρονος Τυρναβίτης κρίθηκε ένοχος για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κοινού από κερδοσκοπία κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα. Καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης έξι ετών.
*Ο πρώην τραπεζικός υπάλληλος κρίθηκε ένοχος εκτός από την παραπάνω πράξη και γι’ αυτή της απάτης και πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση με συνολικό όφελος και ζημίας άνω των 150 χιλιάδων ευρώ. Καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης 20 ετών.
Του Κώστα Γκιάστα