«Η προτροπή μας προς τα μέλη μας είναι σαφώς να μην υπάρχουν αυξήσεις, καθώς όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι οι καιροί είναι δύσκολοι και η λαγάνα δεν θα πρέπει να λείψει από κανένα οικογενειακό τραπέζι» σημειώνει ο κ. Γκούλιος, ενώ την ίδια ώρα εφιστά την προσοχή των καταναλωτών προκειμένου να μην παραπλανηθούν από τυχόν προσφορές, ενώ η επιλογή του φούρνου της γειτονιάς είναι η εγγύηση για ποιοτικό και παραδοσιακό προϊόν. «Οι αρτοποιοί φτιάχνουν τη λαγάνα παραδοσιακά χωρίς μηχανήματα, ζυμωμένη στο χέρι και χρησιμοποιώντας 100% αγνά υλικά όπως το μέλι και φυσικά τίποτε κατεψυγμένο» είπε χαρακτηριστικά. Για τις λαγάνες νέου τύπου με ελιές, ντομάτες, σοκολάτα ή οτιδήποτε άλλο οι τιμές είναι διαφορετικές και εξαρτάται από τον φούρνο και το κόστος παραγωγής της. Καταλήγοντας, ο κ. Γκούλιος τόνισε ότι οι αρτοποιοί είναι καθόλα έτοιμοι να εξυπηρετήσουν το καταναλωτικό κοινό, ενώ ανέφερε ότι δεν πρόκειται από κανένα σπίτι αδύναμου συμπολίτη να λείψει η λαγάνα, όπως δεν λείπει κάθε μέρα και το ψωμί. «Οι καιροί είναι δύσκολοι για όλους και πρέπει να στεκόμαστε στο πλευρό των ανθρώπων που βρίσκονται σε δύσκολη θέση» τόνισε.
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΛΑΓΑΝΑΣ
Το παραδοσιακό έθιμο της λαγάνας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο νηστίσιμο τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας. Η λαγάνα είναι άζυμος άρτος, που σημαίνει ότι παρασκευάζεται χωρίς προζύμι και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο, υπό την αρχηγία του Μωυσή. Έκτοτε, επιβαλλόταν από το Μωσαϊκό Νόμο για όλες τις ημέρες της εορτής του Πάσχα, μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο. Η ιστορία της λαγάνας διατρέχει όλη τη διατροφική παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Αριστοφάνης στις "Εκκλησιάζουσες" λέει "Λαγάνα πέττεται", ενώ ο δε Οράτιος στα κείμενά του, αναφέρει τη λαγάνα ως "Το γλύκισμα των φτωχών". Το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και συνηθίζεται να παρασκευάζεται με μεράκι από τον αρτοποιό της γειτονιάς, τραγανή λαχταριστή και σουσαμένια και καταναλώνεται κατά την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτονήστιμη Δευτέρα της Σαρακοστής. Η ονομασία της "Καθαρά" προήλθε από τη συνήθεια που είχαν οι νοικοκυρές το πρωί της ημέρας αυτής, να πλένουν με ζεστό νερό και στάχτη όλα τα μαγειρικά σκεύη, ως "ημέρα κάθαρσης". Στη συνέχεια τα κρεμούσαν στη θέση τους, όπου και παρέμεναν μέχρι τη λήξη της νηστείας. Επίσης, κατά την ημέρα αυτή εξέρχονταν όλοι οικογενειακώς στην ύπαιθρο, έστρωναν κάτω στη γη και έτρωγαν νηστίσιμα φαγητά όπως χαλβά, ελιές, ταραμά και λαγάνα.
Της Νατάσας Πολυγένη