Όλα ξεκίνησαν από το συνεργείο του παθόντα, όταν εκεί βρέθηκαν οι δύο κατηγορούμενοι για να κάνουν κάποιες εργασίες στο όχημά τους. Αφού ανέπτυξαν μια καθημερινή σχέση και άνετη επικοινωνία ο ένας εκ των κατηγορουμένων έμαθε πως το μέχρι τότε υποψήφιο θύμα προσπαθούσε να φέρει τη γυναίκα του από τη Βόρεια Ελλάδα στη Θεσσαλία. Αμέσως άρχισε να του λέει πως έχει πολύ καλές επαφές στην Αθήνα και πως μπορεί να τον βοηθήσει.
Ο παθών τον πίστεψε καθώς άκουσε πως ανάμεσα στους γνωστούς του πατέρα, ήταν ο τότε πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αλλά και η εισαγγελέας του Συμβουλίου της Επικρατείας (!). Τότε αφού μπλέχθηκε στον «ιστό» των ιστοριών τους, άρχισε να τους δίνει και χρήματα με σκοπό «να προχωρήσει η υπόθεση». Αυτοί για τον πείσουν ακόμα περισσότερο όσο περνούσε ο καιρός του προσκόμισαν και μια απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (!) την οποία όμως προηγουμένως είχαν πλαστογραφήσει. Με αυτήν μάλιστα η γυναίκα του παθόντα, πήγε στην υπηρεσία της αλλά τελικά η μετάθεση ή απόσπαση δεν ήρθε ποτέ…
*Ο πατέρας κρίθηκε ένοχος από το (δευτεροβάθμιο) Τριμελές Εφετείο Λάρισας, για την πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση με ζημιά ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών η οποία μετατράπηκε προς 5 ευρώ ημερησίως.
Ο γιος κρίθηκε ένοχος για την πράξη της απάτης όπως και ο πατέρας αλλά και για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 3 ετών και έξι μηνών με τριετή αναστολή.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ