Η συντρόφισσα Μαρία συνέδεσε όλη της τη ζωή με το Κόμμα και το λαϊκό κίνημα. Δεν έλειψε ούτε στιγμή από καμιά μάχη, δεν λιποψύχησε ποτέ, δεν έκανε πίσω, δεν ταλαντεύτηκε στις πολλές δύσκολες καμπές που πέρασε το ΚΚΕ.
Γεννήθηκε το 1933 στη Χιλιαδού Δομοκού, στη Φθιώτιδα. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών. Ο πατέρας της, Κώστας Βούλγαρης, ήταν μέλος του ΚΚΕ από το 1930. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Διδασκαλείο είχε αποβληθεί λόγω ‘πολιτικών φρονημάτων’. Η μητέρα της Ευτυχία «μπαινόβγαινε» στις φυλακές τόσο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, καθώς βοηθούσε στην οργάνωση στο χωριό, όσο και μετέπειτα.
Κατατάχθηκε στον ΔΣΕ το 1948 σε ηλικία 15 χρόνων, όταν ο εθνικός στρατός κατέβασε όλο το χωριό της στις πόλεις Δομοκό και Λαμία για να μην βοηθάνε τους αντάρτες. Εντάχθηκε στην ταξιαρχία ιππικού με επικεφαλής τον διοικητή Στέφανο Μανάκα (Στέφο), τον Περικλή Οικονόμου (Γαζή) και τον Νίκο Γκένα (Πλάτανο).
Πήρε μέρος σε πολλές μάχες στο Κουτσόχερο Λάρισας, στη Λάρισα, Καρδίτσα, Τρίκαλα, Ασπροκλησιά, στα υψώματα στο Λεοντάρι, στα υψώματα του χωριού Καΐτσας, σαν εφεδρεία στη μάχη του Καρπενησίου. Στο τέλος του καλοκαιριού το 1949 τους δόθηκε εντολή να περάσουν στο Πήλιο. Την ίδια περίοδο έγινε μέλος του κόμματος. Στο Πήλιο μείνανε τρεις μήνες μέχρι τα τέλη του Οκτώβρη και τότε δόθηκε εντολή να φύγουνε για την Αλβανία στην οποία έφτασαν στα μισά του μήνα Νοέμβρη.
Στην Αλβανία, η Μαρία παντρεύτηκε τον σύντροφό της Νίκο Γκένα και μαζί περάσανε στην Πολωνία στο τέλος του Δεκέμβρη του 1949. Τον Μάρτη του 1950 μαζί με το σύντροφό της Νίκο φεύγουν για Ρουμανία, όπου παρακολουθήσανε τη σχολή Μπελογιάννη. Με το πέρας της σχολής ο Νίκος Γκένας έφυγε για κομματική δουλειά στην Πολωνία, ενώ η Μαρία έμεινε στη Ρουμανία για να γεννήσει την πρώτη τους κόρη, τη Λίτσα. Στην Πολωνία επέστρεψε μετά από 3 μήνες, τον Σεπτέμβρη του 1951. Στο τέλος του 1952 ο Νίκος έφυγε με απόφαση του Κόμματος για παράνομη δουλειά στην Ελλάδα, ενώ η Μαρία παρέμεινε στην Πολωνία με απόφαση του Κόμματος καθώς ήταν έγκυος στη 2η κόρη τους, την Ευτυχία και μετακόμισε στο Στετίνο όπου δούλεψε ως βρεφονηπιοκόμος.
Στην Πολωνία διετέλεσε στο Συμβούλιο των πολιτικών προσφύγων σαν μέλος με ευθύνη για τις γυναίκες καθώς και μέλος της επιτροπής γυναικών του Κεντρικού Συμβουλίου των πολιτικών προσφύγων.
Από την αναγκαστική προσφυγιά επαναπατρίστηκε στην πατρίδα της το 1975.
Στην Ελλάδα συνδέθηκε αμέσως με το κόμμα. Δούλεψε ως εργάτρια σε βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων και ήταν εκλεγμένη στο ΔΣ του σωματείου της. Πήρε μέρος σε όλες τις κινητοποιήσεις και τις απεργίες και εκδιώχθηκε για τη συνδικαλιστική της δράση.
Επίσης ήταν ενεργή στο ΔΣ των Επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων καθώς και δραστήριο μέλος της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ και της ΟΓΕ.
Η συντρόφισσα Μαρία που έζησε τα αγαθά και τα ιδανικά του σοσιαλισμού, όταν επαναπατρίστηκε στην πατρίδα συνέχισε να αγωνίζεται γι’ αυτά ως μέλος του Κ.Κ.Ε., τίτλο που τον έφερε ως το τέλος της ζωής της. Δεν λύγισε ούτε μία φορά στις κρίσεις που πέρασε το ΚΚΕ και σταθερή στη θεωρία του Μαρξισμού – Λενινισμού πάλευε για την ειρήνη τη δικαιοσύνη, τον σοσιαλισμό, να σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.