Του Κ. Γκιάστα
Μπορεί η έκθεση – κόλαφος του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ελλάδα σε θέματα ρατσισμού απέναντι σε μετανάστες, Ρομά και ομοφυλόφιλους να αφορά κυρίως στις αστικές περιοχές της πρωτεύουσας, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν αγγίζει και δεν ανησυχεί τη Λάρισα και την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας. Αυτό τουλάχιστον εξήγησε στην «Ε» ο κοινωνιολόγος και πρόεδρος του τοπικού Παραρτήματος Συλλόγου Κοινωνιολογών κ. Νίκος Πουτσιάκας από τον οποίο ζητήσαμε να μας μιλήσει για τα στοιχεία της έκθεσης αυτής μέσα από το δικό του πρίσμα.
«Τα φαινόμενα ρατσισμού τα συναντάμε και στην περιοχή μας αλλά σε πολύ μικρή κλίμακα και ένταση σε σχέση με αστικές περιοχές, π.χ. την πρωτεύουσα. Η σύγκριση δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει, παρ' όλα αυτά γίναμε, δυστυχώς, και στην περιοχή μας μάρτυρες συμβάντων που πρέπει να μας ανησυχήσουν έντονα» είπε ο κ. Πουτσιάκας και έγινε πιο συγκεκριμένος: «Το πρόσφατο αντισημιτικό συμβάν με τη βεβήλωση του εβραϊκού νεκροταφείου στη Λάρισα, η παλαιότερη επίθεση σε κατάστημα μεταναστών, οι αντιδράσεις γονέων για τη φοίτηση μαθητών Ρομά σε σχολείο της Θεσσαλίας κ.ά., είναι κάποια εκ των περιστατικών που πρέπει να προκαλούν ανησυχία και οφείλουμε να κάνουμε ό,τι είναι αναγκαίο για να μην επαναληφθούν ποτέ στο μέλλον αντίστοιχα περιστατικά».
Οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) τόνισαν πως δεν έχει γίνει τίποτα για την καταπολέμηση αυτού του κλίματος. Το Συμβούλιο της Ευρώπης καλεί την Αθήνα να αναπτύξει «μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας». Ποια θα μπορούσε να ήταν μια τέτοια στρατηγική; ρωτήσαμε τον κ. Πουτσιάκα για να μας πει: «Όντως, δεν υπήρξε έως τώρα επεξεργασία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την αντιμετώπιση του φαινομένου, παρά μεμονωμένες αποσπασματικές δράσεις στην πλειονότητά τους μέσω κοινοτικών προγραμμάτων. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει σταθερές και διαρκείς παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς όπου συγκροτούνται προσωπικότητες και διαμορφώνονται απόψεις, κρίνονται ζητήματα, λαμβάνονται αποφάσεις μέσω εξειδικευμένων δράσεων και επιμορφώσεων, δηλαδή σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, στα ΜΜΕ, στα όργανα δημόσιας τάξης, στη δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση, στους κοινωνικούς εταίρους κ.α. Καθοριστικός πρέπει να είναι ο ρόλος της διανόησης, της πνευματικής κοινότητας, της αυτοδιοίκησης αλλά και της κοινωνίας των πολιτών σε αυτή τη διαδικασία".
Αντιρατσιστικός νόμος. Θέσαμε το ερώτημα στον κ. Πουτσιάκα αν αυτός από μόνος του είναι αρκετός από μόνος του να φέρει λύσεις στο πρόβλημα και απάντησε πως: «Σε καμία περίπτωση, ο όποιος αντιρατσιστικός νόμος από μόνος του δεν αρκεί για να αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο θέμα. Σαφώς και είναι απαραίτητος ένας καλός αντιρατσιστικός νόμος και βεβαίως μπορεί αυτός να συμβάλει σημαντικά στην πρόληψη και καταστολή ρατσιστικών φαινομένων, επίσης μπορεί να λειτουργήσει παιδευτικά προς την κοινωνία, ακόμη και μόνο με το πνεύμα του και την προσεκτική του διατύπωση.
Παράλληλα, όμως, σημαντικότερο όλων είναι να ωριμάσουμε εμείς ως κοινωνία και να πραγματοποιήσουμε τα απαραίτητα βήματα υιοθετώντας αυτόβουλα τις πανανθρώπινες αξίες του πολιτισμού, που προτάσσει την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων έναντι οτιδήποτε άλλου. Να αναζητήσουμε μια κοινωνία ισότητας και αλληλοσεβασμού, όπου η ανθρώπινη υπόσταση θα είναι υπέρτατη αξία και όλοι οι άνθρωποι θα έχουν πλήρη δικαιώματα ύπαρξης και έκφρασης στο πλαίσιο κοινών κανόνων που θα τους σέβονται όλοι".
Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η συγκεκριμένη έκθεση συνδέει την αύξηση του ρατσισμού με την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Ρωτήσαμε τον κ. Πουτσιάκα αν αυτό είναι η αιτία ή η συνέπεια, για να μας πει: «Δεν είναι δυνατόν να περιοριστούμε σε έναν παράγοντα, καθώς δεν πρόκειται για ένα μονοσήμαντο φαινόμενο, αλλά για ένα θέμα πολύπλοκο, πολυπαραγοντικό, που έχει πολλές και διαφορετικές αιτίες. Μια πρώτη γενική εξήγηση που θα μπορούσε να επιχειρήσει κάποιος σχετίζεται ενδεχομένως και με το εύρος των πληθυσμών που μετακινήθηκαν κατά το έτος όπως αναφέρει και εισαγωγικά η έκθεση, αλλά και με τις πολιτικές που ασκήθηκαν τα τελευταία έτη. Η άνοδος της Χ.Α. επέτρεψε, σίγουρα την αποσυμπλεγματοποίηση αρκετών σε σχέση με τη στάση τους απέναντι στους μετανάστες και ορισμένες άλλες κατηγορίες του πληθυσμού, η δε σχέση αιτίου και αιτιατού, του φαινομένου με τη Χ.Α. είναι μάλλον αμφίδρομη με την οργάνωση να υπερτερεί».
Όσον αφορά όμως στον ρόλο που έπαιξε η οικονομική κρίση σ' αυτό τόνισε: «Η οικονομική κρίση, αναμφίβολα παίζει το ρόλο της στη δημιουργία και την εξέλιξη του φαινομένου. Όταν κάποιος χάνει τα πάντα γίνεται ιδιαίτερα ευάλωτος και είναι αρκετά εύκολο να πέσει στην παγίδα θεωριών και αντιλήψεων που προτάσσουν τον στερεοτυπικό τρόπο σκέψης. Ο «άλλος», ο «ξένος» γίνεται ένας βολικός αποδιοπομπαίος τράγος, αυτός που «ευθύνεται για όλα τα δεινά». Σε συνθήκες αδυναμίας είναι πολύ εύκολο να αποπροσανατολιστούμε από τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων, δύσκολα για παράδειγμα κατηγορούμε έναν εργοδότη που απασχολεί παράνομα έναν μετανάστη τον οποίο εκμεταλλεύεται πλήρως, αλλά πολύ εύκολα ενοχοποιούμε μόνο τον μετανάστη, ο οποίος πέφτει θύμα εκμετάλλευσης για λόγους επιβίωσης».