Ἦλθε ἀδελφοί μου ἡ μεγάλη ἡ πρώτη Δεσποτική ἑορτή τῶν Χριστουγέννων. Ὁ νοῦς μας ταξιδεύει στά ἅγια χώματα τῆς Ἐφραθᾶ, στά βουνά τῆς Βηθλεέμ τά ἱερά, ἐκεῖ ὅπου οἱ ποιμένες φυλάγουν φυλακάς τῆς νυκτός, στήν παγωμένη νύχτα, καί ἀγραυλοῦντες δοξάζουν τόν σαρκωθέντα Λόγο. Γινόμαστε κοινωνοί τοῦ θαύματος. Πηγαίνουμε μέ ὁδηγό τόν ἀστέρα στό φτωχό σπήλαιο, καί βλέπουμε ὑπέρξενο θαῦμα. «Παρθένος καθέζεται τά Χερουβείμ μιμουμένη βαστάζουσα ἐν κόλποις Θεόν Λόγον σαρκωθέντα». Ζοῦμε τήν ἔκστασι, λυγίζουμε τά γόνατά μας καί κλίνουμε γόνυ στόν γεννηθέντα Σωτῆρα μας. Ἠχοῦν καμπάνες ἐπουράνιες στ’ αὐτιά μας καί ἀκούγεται σαφής ὀ Ἀρχαγγελικός λόγος: «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ». «Τά σύμπαντα σήμερον Χαρᾶς πληροῦνται». Κι αὐτή τήν μοναδική τήν ἀνεκλάλητο χαρά τή ζοῦμε ἐδῶ μέσα σήμερα, στό Ναό τοῦ Θεοῦ. Ἄς μαίνεται ἔξω ἡ θύελλα τῆς εἰδωλομανίας. Ἄς κερδοσκοποῦν οἱ ἄδικοι, εἰς βάρος τῶν ἐκλεκτῶν. Ἄς ὑπομειδιοῦν χλευάζοντάς μας οἱ ἄπιστοι τεχνοκράτες, θεωροῦντες μας ὀνειροπόλους καί χειμαιρρικούς. Ἄς μᾶς ἀμφισβητοῦν οἱ δοκησίσοφοι. Ἄς αἰσθάνονται αὐτάρκεις οἱ τάχα προσγειωμένοι καί πρακτικοί. Ἄς μᾶς περιγελοῦν οἱ κατασπαταλοῦντες τόν βίο στά μάταια καί τά ἀνώφελα, θεωροῦντες τα ὡς τά κύρια καί τά πρῶτα. Ἄς μᾶς οἰκτείρουν κι ἄς μᾶς ἐξουθενώνουν ὥς κι αὐτοί οἱ ταλαίπωροι καί φτωχοί θεωροῦντες μας ὑποκριτές καί ψευδοαυτάρκεις. Ἐμεῖς ἐδῶ. Ἐδῶ στήν ἱερά ὑποδοχή τοῦ νέου παιδίου, τοῦ πρό αἰώνων Θεοῦ. Ἐδῶ στήν ἀστείρευτη πηγή τῶν θείων Χαρίτων. Ἐδῶ στήν μένουσα καί ἀκατάλυτη χαρά. Ἐκστατικοί μπρός στό θαῦμα πού τελεσιουργήθηκε γιά μᾶς, ζοῦμε τήν ἄπειρη θεία μεγαλωσύνη. Τήν χαρά αὐτῆς τῆς μοναδικῆς γιορτῆς, καί μεταγγίζουμε αὐτή τή χαρά, σ’ ὅλο τό εἶναι μας, στή ζωή μας, στά λόγια μας, στά ἔργα μας, στούς λογισμούς μας. Ἐτέχθη σήμερον Σωτήρ. Ἄς τ’ ἀκούσουν τά ἔθνη. Ἄς τό καταλάβουν οἱ δικασταί περάτων τῆς γῆς, οἱ ἰσχυροί τοῦ κόσμου πού ἐπαίρονται γιά τά χρήματά τους, τή ρῶσι καί εὐρωστία τους, τίς ἐπιτυχίες καί τά μεγαλεῖα τους, τά ἐπιτηδεύματα καί ἐπιτεύγματά τους, τήν ἐπιρροή τους στούς πολλούς. Κι αὐτοί ἀπ’ αὐτόν τόν σαρκί Νηπιάσαντα κατέχουν τά ἐχέγγυα τῆς χαρᾶς τους, καί δυστυχῶς δέν μποροῦν νά καταλάβουν σέ ποιόν τά ὀφείλουν καί σέ ποιόν τά χρωστοῦν. Ἐμεῖς ἐπαιρόμενοι μόνο γιά τήν οὐτιδανότητα καί τήν ἀδυναμία μας, καυχώμενοι γιά τίς ἀσθένειές μας καί ταπεινωμένοι ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐδῶ. Ἐδῶ στή χαρά τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, γιά νά Τόν ὑποδεχθοῦμε, νά Τόν εὐχαριστήσουμε, νά Τόν προσκυνήσουμε καί νά πάρουμε τά δῶρα τῆς ἀγάπης Του, ὑποψάλλοντες τόν δοξολογικό Χριστουγεννιάτικο παιᾶνα, «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», καλοῦντες μ’ αὐτόν σ’ αὐτή τή μοναδική χαρά πού δέν εἶναι τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά ὑπερκόσμια, ἅγια, μοναδική καί τήν ὁποία πατρικῶς εὔχομαι νά γευθῆτε ὅλοι Σεῖς τό πολυαγαπημένο μου ποίμνιο.