Η κα Αραμπατζή αναφέρθηκε στο Μνημόνιο μεταξύ Ε.Ε. και Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, το οποίο, όπως εξήγησε, σημαίνει πρακτικά: «το κράτος - μέλος έχοντας ως «collateral» τα χρήματα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης του δεύτερου πυλώνα, ζητά χρηματοδότηση - δανειοδότηση με ευνοϊκούς όρους και με τον κατάλληλο σχεδιασμό, προκειμένου να δίνονται δάνεια σε νέους αγρότες, δάνεια για τον αγροτουρισμό, μικροπιστώσεις για δάνεια και αγορά εξοπλισμού, εγγυήσεις ότι αυτά τα κεφάλαια θα επιστραφούν, αν ο δανειολήπτης αδυνατεί να τα αποπληρώσει.
Υπάρχουν ένα σωρό επενδύσεις επωφελείς για το Περιβάλλον, όπως η «Βϊοικονομία», η «Κυκλική Οικονομία», η «Έξυπνη Γεωργία». Αναρωτιέμαι, εμείς αυτά γιατί δεν τα χρησιμοποιούμε; Άλλες χώρες με οικονομικές δυσκολίες, όπως η Ρουμανία και η Εσθονία έχουν αντιληφθεί, εγκαίρως, αυτήν τη σημασία και έχουν δάνεια για τους αγρότες τους, ύψους 87 εκατομμυρίων και 34 εκατομμυρίων, αντιστοίχως», επισήμανε η κα Αραμπατζή.
Από την πλευρά του ο τομεάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιώργος Κασαπίδης υποστήριξε πως «όλοι αναγνωρίζουν ότι με αυτό το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη φορολογία του γεωργικού εισοδήματος, την ασφάλιση της γεωργικής οικογένειας και το κόστος παραγωγής δεν βγαίνει ο λογαριασμός, ως προς τη βιωσιμότητα πολλών, μικρομεσαίων κατά κύριο λόγο, γεωργικών εκμεταλλεύσεων».
Ο βουλευτής Κοζάνης της ΝΔ ετάχθη υπέρ της χάραξης και υλοποίησης «εθνικής στρατηγικής» στον αγροτικό τομέα, η οποία, όπως σημείωσε, «δεν θα περιορίζεται στα όρια της θητείας μιας κυβέρνησης ή της επόμενης, καθώς η ιστορία έχει δείξει ότι οι κυβερνήσεις αλλάζουν, οι υπουργοί αλλάζουν πιο συχνά και δυστυχώς δεν υπάρχει ένα σταθερό σχέδιο που να υπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας μας και των Ελλήνων παραγωγών».
Ο κ. Γ. Κασαπίδης πρότεινε μεταξύ άλλων ως παρέμβαση άμεσης δράσης «την ενοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης με το Υπουργείο Ανάπτυξης και Οικονομίας» προκειμένου «να δώσουν σημαντικές λύσεις σε προβλήματα, που δημιουργούν καταστάσεις άδικες στην αγορά, όπως π.χ. δεν υπάρχει διασύνδεση των βάσεων του ΟΣΔΕ ή και του ΕΛΓΑ ή και των δηλώσεων παραγωγής και συγκομιδής των αμπελουργών και των οινοποιών με τις βάσεις δεδομένων του υπουργείου Οικονομίας, με αποτέλεσμα κάποιοι να φοροδιαφεύγουν και να λειτουργούν στην παραοικονομία».
ΑΘΗΝΑ, Του Ανταποκριτή μας