Η ανακοίνωση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων έχει ως εξής:
«Η αρχιτεκτονική αποτελεί πολιτισμικό προϊόν και ένδειξη του πνευματικού επιπέδου μιας κοινωνίας ή μιας συγκεκριμένης εποχής. Πολύ περισσότερο η αρχιτεκτονική των δημοσίων κτιρίων, και ιδιαίτερα αυτή των εκπαιδευτηρίων στα οποία θα αναφερθούμε λόγω επικαιρότητας.
Δυστυχώς τα σύγχρονα σχολικά κτίρια, καθώς και η διαδικασία παραγωγής τους μας εκπλήσσουν δυσάρεστα, όχι μόνο λόγω της κακής ποιότητας κατασκευής, που αποτελεί κοινό τόπο στα δημόσια κτίρια, αλλά και ουσιαστικά λόγω της έλλειψης σχεδιασμού, ο οποίος περιορίζεται (και όχι πάντα) στις ελάχιστες, υποχρεωτικές από τη νομοθεσία, λειτουργικές προδιαγραφές.
Η κατασκευή σχολικών κτιρίων δεν είναι όμως αντίστοιχη της οδοποιίας και δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ανάλογα. Αφορά στις ψυχές και το πνεύμα εξελισσόμενων παιδιών που δεν πλάθονται μόνο από τους δασκάλους τους αλλά και από το χωρικό τους περιβάλλον.
Αυτά βέβαια στη θεωρία γιατί από τη στιγμή που άνοιξε τους τελευταίους μήνες και επισήμως το ΕΣΠΑ παρατηρούμε μια κούρσα ώστε διάφορες «έτοιμες» μελέτες ανέγερσης σχολικών μονάδων ανά την επικράτεια να ενταχθούν στη χρηματοδότηση.
Και αυτή θα ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να αποκτήσουμε ένα αξιόλογο σχολικό περιβάλλον που να πληροί όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές και απαιτήσεις με κτίρια υψηλών προδιαγραφών. Κτίρια που να αποτελούν παρακαταθήκη για το μέλλον των παιδιών μας, που μπορούν να προκύψουν από μια καλή αρχιτεκτονική. Αντ’ αυτού παρατηρούμε μια απίστευτα αναχρονιστική διαδικασία που με πρόφαση την έλλειψη απαιτούμενου χρόνου επιφέρει άθλια κτίρια ανώνυμης αρχιτεκτονικής, των οποίων η διάρκεια ζωής θα στιγματίσει πολλές γενεές μαθητών αλλά και το πολιτιστικό αποτύπωμα μίας κοινωνίας!
Μιας αρχιτεκτονικής που δεν έχει να κάνει τόσο με την «υπογραφή» του έργου αλλά με την απουσία κάθε έκφρασης και κάθε διαλόγου γύρω από τα ερωτήματα που με πολύ κόπο (και καμιά αναγνώριση) διδάσκεται να απαντά ο κάθε σπουδαστής στις Αρχιτεκτονικές Σχολές (λειτουργικότητα, αισθητική, κατασκευή, ένταξη στο περιβάλλον, κλπ).
Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνολο των σχολικών κτιρίων (με εξαίρεση κάποιων μικρού μεγέθους προσθηκών) που βρίσκονται αυτή τη στιγμή υπό έγκριση είναι μελετημένα ως προκατασκευές. Μια μέθοδο που προτιμήθηκε συχνά παλιότερα χάριν της οικονομίας και της ευκολίας και που όμως παράγει αδιάφορα και τυποποιημένα κελύφη. Ιδιαίτερα σήμερα που πρέπει να πληροί και τις αυξημένες προδιαγραφές θερμομόνωσης του ΚΕΝΑΚ.
Το γεγονός ότι παρά αυτές τις αρνητικές επιπτώσεις επιλέγεται σήμερα ένα τέτοιο σύστημα δόμησης για το οποίο η ποιότητα των μελετών αρχικά και η υλοποίησή του τελικά καθορίζεται από τις ιδιαιτερότητες του ήδη επιλεγμένου τύπου προκατασκευής. Αποτέλεσμα είναι ότι όσον αφορά στις μελέτες των νέων σχολικών μονάδων, αυτές να υποβιβάζονται σε προσαρμογή στο συγκεκριμένο οικόπεδο των υφιστάμενων μελετών του συγκεκριμένου προκατασκευασμένου τύπου που συνήθως παραχωρούνται από τον εκάστοτε προμηθευτή. Με τους ασφυκτικούς αυτούς περιορισμούς η ουσιαστική ενασχόληση για τη δημιουργία χώρων μάθησης και διαπαιδαγώγησης καταντά μια τυπική διαδικασία κάλυψης του κτιριολογικού προγράμματος.
Με δεδομένη την έλλειψη δικαιοδοσίας του ελέγχου της ποιότητας των μελετών καθώς και τη λειτουργικότητα του σχολικού περιβάλλοντος από το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, ο ρόλος αυτός αναλαμβάνεται από την αρμόδια τεχνική υπηρεσία που τελικά είναι και η μόνη αρμόδια για το τελικό αποτέλεσμα.
Η επιλογή όμως ενός τύπου προκατασκευής πέρα από την προφανή όπως είπαμε υποβάθμιση του σχολικού περιβάλλοντος, έχουν αντίκτυπο και στη διαφάνεια που πρέπει να έχει η κατασκευή τους, μιας και η επιλογή του τύπου κατασκευής περιορίζει δραματικά τους προμηθευτές και κατασκευαστές που μπορούν να το υλοποιήσουν.
Στο τέλος βέβαια όλοι θα είναι ευχαριστημένοι καθώς η στέγαση των μαθητών θα έχει επιτευχθεί. Λίγοι μόνο θα αναρωτηθούν πώς παλιότερα σε εποχές δύσκολες κατάφερε η χώρα μας να αποκτήσει ένα σημαντικό πλήθος σχολικών κτιρίων που ακόμα και σήμερα θεωρούνται πρότυπα για την εποχή τους.
Ο μόνος τρόπος να το πετύχουμε ξανά είναι να εντάξουμε τα σχολικά κτίρια στο πλαίσιο του νόμου για τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς καθώς τώρα εξαιρούνται της διαδικασίας.
Με αυτή την κίνηση ο κάθε αρχιτέκτονας θα κληθεί να απαντήσει με την πρότασή του στις απαιτήσεις ενός εκπαιδευτικού περιβάλλοντος του 21ου αιώνα, ενός περιβάλλοντος προς διαμόρφωση, που θα ανταποκρίνεται σε σύγχρονα ζητήματα, όπως η σχέση της εκπαίδευσης με την τεχνολογία, η ένταξη ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, η τηλε-εκπαίδευση, η ευελιξία στον σχεδιασμό, η συμμετοχικότητα, η εξοικονόμηση ενέργειας, η προσβασιμότητα κ.ά. με μοναδικό νικητή το σχολικό περιβάλλον και τελικά τους μαθητές».
*από το ομώνυμο ποίημα του Κ. Παλαμά