Ο κατηγορούμενος που προΐστατο, μιας ομάδας ασφαλιστών σε αντίστοιχη εταιρία, σύμφωνα με το δικαστήριο έπειθε τους παθόντες ότι συνεργάζεται με τράπεζα και πως μπορεί να επενδύσει τα χρήματά τους σε ομόλογα. Όμως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε μια και η εν λόγω τράπεζα είχε παύσει τις εργασίες της και είχε τεθεί σε εκκαθάριση, πράγμα που γνώριζε ο κατηγορούμενος και το απέκρυπτε εσκεμμένα όπως αποδείχθηκε. Οι περιπτώσεις των εξαπατημένων που έγιναν γνωστές ήταν πολλές (πόσο μάλιστα για μια περιοχή όσο η γειτονική πόλη) και για να τους πείσει, ως προς την αγορά έδινε προτυπωμένα έγγραφα της τράπεζας («ροζ χαρτάκια» τα χαρακτήρισαν όλοι οι παθόντες) στα οποία έγραφε επάνω το είδος της επένδυσης, τη διάρκεια και το προϊόν της και σύμφωνα με τον ίδιο αποτελούσαν τίτλο - απόδειξη αγοράς ομολόγων. Επί της ουσίας όμως ήταν ανίσχυρα, έγγραφα τα οποία προορίζονταν μόνο για την εσωτερική χρήση της εν λόγω τράπεζας.
Σε κάποιες εκ των περιπτώσεων μάλιστα προχώρησε και στην πλαστογράφηση επιταγών αλλά και αιτήσεων εξαγοράς μεριδίων, κινήσεις με τις οποίες έπαιρνε κι άλλα χρήματα χωρίς να το γνωρίζουν οι παθόντες ή οι τράπεζες.
Εναντίον του κινήθηκαν τόσο τα θύματα όσο και η ασφαλιστική εταιρία στην οποία εργαζόταν και η οποία έχει αποζημιώσει τους παθόντες. Εκτίμηση της εταιρίας, σύμφωνα με τον συνήγορό της στη συγκεκριμένη υπόθεση, είναι πως το ποσό αγγίζει τα 2,4 εκ. ευρώ, που απέσπασε ο εν λόγω ασφαλιστής από τους πολίτες, οι οποίοι από την πλευρά τους ήλπιζαν στο εύκολο κέρδος μέσω επενδύσεων.
ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ – ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, μάρτυρας κατέθεσε μεταξύ άλλων πως «ο κατηγορούμενος έπαιρνε μετρητά και έδινε ροζ χαρτιά. Ήταν ένας εκ των εκατοντάδων συνεργατών της εταιρίας. Δουλειά του όμως ήταν να προωθεί πακέτα και όχι να παίρνει λεφτά στα χέρια»
Ένας άλλος παθών, μπογιατζής στο επάγγελμα είπε: «Του έδωσα 38.000 ευρώ και μου έδωσε ροζ χαρτιά», λέγοντας πως στη συνέχεια πήρε τα χρήματά του εν τέλει από την εταιρία πίσω.
Από την πλευρά του ένας άλλος βιοπαλαιστής ανέφερε ότι «έδωσε 130 χιλιάδες ευρώ για να πετύχει μεγαλύτερο κέρδος».
Ένας τρίτος κατέθεσε πως τον είχε γνωρίσει μέσω συγγενικού του προσώπου. «Έδωσα το ποσό των 20 χιλιάδων ευρώ αλλά απ’ ό,τι φάνηκε στο τέλος εξαπατήθηκα», είπε και συνέχισε: «Μου έδωσε χαρτιά που έγραφαν επάνω άυλοι τίτλοι».
Ταμίας τραπέζης κατέθεσε πως «ο κατηγορούμενος έφερνε επιταγές μαζί με τον πελάτη του και τα λεφτά έμπαιναν στο λογαριασμό του κατηγορουμένου. Στον προσωπικό του λογαριασμό με τη συναίνεση του πελάτη βεβαίως. Από μένα δεν έβγαλε ποτέ μετρητά».
Στην αίθουσα εμφανίστηκε και ένας μάρτυρας υπεράσπισης που είπε, μεταξύ άλλων: «Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Κύριος». Όταν ερωτήθηκε από την έδρα «και τότε γιατί εξαφανίστηκε τόσα χρόνια;», εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω. Ούτε που πήγε ο ίδιος, ούτε τα λεφτά».
Από την πλευρά του ο κατηγορούμενος στη διάρκεια της απολογίας του είπε: «Εκείνη την εποχή όλοι οι ασφαλιστές παίρναμε μετρητά. Τώρα μπορεί να άλλαξε η κατάσταση αλλά τότε ήταν αλλιώς». Ανέφερε πως ήταν διευθυντής στην εταιρία από το 1995» και συνέχισε: «Υπήρχαν προβλήματα στην εταιρία. Η εταιρία τα γνώριζε όλα αυτά αφού μέχρι και εγώ έδωσα χρήματα για το οικονομικό της πρόβλημα. Τα λεφτά τα έστελνα στην εταιρία για να καλυφθεί το πρόβλημα».
Σε ερώτηση γιατί εξαφανίστηκε, απάντησε: «Εξαφανίστηκα γιατί φοβόμουν. Έσκασε βόμβα» είπε χαρακτηριστικά ο 55χρονος που είπε σε κάποια στιγμή «συμμερίζομαι την αγωνία των ανθρώπων».
*«Εσύ συμμερίζεσαι. Τα δικά μας χρήματα πού είναι...;» Ακούστηκε κάποια στιγμή από το ακροατήριο χωρίς όμως να υπάρξει απάντηση επί τούτου, εκείνη τη στιγμή.
Ο εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου.
Ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος για τρεις πράξεις. Για απάτη κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατ’ εξακολούθηση με συνολική ζημιά που υπερβαίνει το ποσό των 15 και το ποσό των 73 χιλιάδων ευρώ, για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση και για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο κατ’ εξακολούθηση σε ποσό που υπερβαίνει τις 73 χιλιάδες ευρώ. Συνολικά καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 14 ετών και οδηγήθηκε εκ νέου στη φυλακή, στην οποία βρίσκεται από τον Μάιο του 2013.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ