ΑΓΙΑ (Γραφείο «Ε»)
Του Νίκου Γουργιώτη
«Σήμερα πενθούμε», «χάσαμε ένα ιερό μνημείο», «κατέρρευσε το σημείο αναφοράς του τόπου μας». Με αυτά τα λόγια περιέγραφαν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης οι κάτοικοι των Τζουμέρκων τα συναισθήματά τους για την κατάρρευση του γεφυριού της Πλάκας την περασμένη βδομάδα.
Το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων, με άνοιγμα καμάρας και ύψος 40 και 19 μέτρα αντίστοιχα, χτισμένο το 1866, αφημένο στη φθορά του χρόνου χωρίς την απαραίτητη συντήρηση, εγκαταλελειμμένο ουσιαστικά, δεν άντεξε στα πρόσφατα ακραία καιρικά φαινόμενα που έπληξαν την Ήπειρο και γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος, προκαλώντας πανελλήνια θλίψη, αλλά και μεγάλη οργή για το ότι, για ακόμη μια φορά, η σύγχρονη Ελλάδα φάνηκε ανίκανη να διαφυλάξει την πολιτιστική της κληρονομιά.
Με το άκουσμα της θλιβερής είδησης στην Αγιά, η σκέψη όλων των κατοίκων της περιοχής πήγε αμέσως στο γεφύρι του Αλαμάνου που βρίσκεται λίγο έξω από την κωμόπολη, στον δρόμο για τη Σκήτη. Πρόκειται για ένα γεφύρι που κατασκευάστηκε οχτώ χρόνια νωρίτερα από αυτό της Πλάκας, πανέμορφο, για το οποίο κανείς δεν θυμάται, ακόμη και οι πιο παλιοί, να έχουν γίνει ποτέ εργασίες συντήρησης.
Απευθυνθήκαμε στον γνωστό Αγιώτη πολιτικό μηχανικό, Θεόδωρο Σουλιώτη, ο οποίος δεν έκρυψε κι αυτός την αγωνία του για το μέλλον του γεφυριού. Επισημαίνοντας την ανάγκη να προσεχθεί ιδιαιτέρως από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Πολιτείας, να γίνει άμεσα έλεγχος τηςστατικότητάς του και να προχωρήσουν επεμβάσεις ευπρεπισμού του και αποκατάστασης, όπου χρειάζεται, στην αρχική του μορφή, μας λέει: «Το μονότοξο γεφύρι του Αλαμάνου, όπως μας πληροφορεί ο αείμνηστος εξαίρετος συνάδελφος Αντώνης Γαλερίδης στο βιβλίο “Τα πέτρινα γεφύρια της Θεσσαλίας”, έχει άνοιγμα 17,20 μέτρα και ύψος 8 μέτρα. Το διάζωμά του – πλήρως – ημικυκλικού τόξου, καθώς και οι αρκάδες, τα στηθαία του καταστρώματος δηλαδή, είναι κατασκευασμένα από ξεστή ορθογωνική λιθοδομή. Τα τύμπανα, τα διαμήκη δηλαδή πέτρινα τοιχία που εδράζονται στα άκρα του τόξου, έχουν κτιστεί από αργολιθοδομή. Οι λιθοδομές του τόξου, των αρκάδων και των τυμπάνων προέρχονται από ασβεστολιθικά πετρώματα της περιοχής. Το πάχος των αρμών είναι μικρό, ειδικά δε στο διάζωμα του τόξου. Το διάζωμα είναι ισοπαχές, πάχους 65 εκατοστών. Το πλάτος του φορέα είναι 2,60 μέτρα και το πλάτος του καταστρώματος είναι 2 μέτρα. Το ύψος των αρκάδων ήταν 60 εκατοστά και το πάχος τους 30 εκατοστά. Ο Γαλερίδης, στην έρευνά του το 1993, χαρακτηρίζει άριστη τη στατική κατάσταση του φορέα του γεφυριού. Σήμερα όμως; Μετά 22 χρόνια από εκείνη την εκτίμηση, είναι τα πράγματα ακόμη έτσι ή όχι;».
«Όπως πολύ σωστά διαβάζουμε στο βιβλίο που σας ανέφερα» τονίζει ο Θόδωρος Σουλιώτης «τα πέτρινα γεφύρια στη χώρα μας, ορισμένα από τα οποία ήταν μεγάλα τεχνικά επιτεύγματα για την εποχή τους, αποτελούν αξιόλογα μνημεία ιστορίας και τέχνης. Γεννήματα της ανάγκης για ανάπτυξη και ευημερία, δημιουργήματα του ανθρώπου με βάση την πρόοδο και της επινοήσεις της τεχνικής, διαμορφώθηκαν τελικά από την τέχνη και το μεράκι του μάστορα και του τεχνίτη και τη θαυμάσια πέτρα που η ελληνική γη διαθέτει, γι’ αυτό συνδυάζουν την εξυπηρέτηση των αναγκών με την ευαισθησία και τη φαντασία. Τα γεφύρια αυτά, όπως το δικό μας, του Αλαμάνου, αντιμετώπισαν αξεπέραστα μέχρι τότε εμπόδια στην επικοινωνία των ανθρώπων και αποτέλεσαν σημείο αναφοράς που χαρακτήρισαν, αλλά και “χρωμάτισαν”, σημάδεψαν, ολόκληρες περιοχές. Γι’ αυτό είναι συνυφασμένα με τις παραδόσεις του λαού μας και αξιόλογοι μάρτυρες της ιστορίας και της πορείας του. Ως εκ τούτου, οφείλουμε, αν μη τι άλλο, να τα παραδώσουμε στην επόμενη γενιά άρτια. Πρέπει να μας αφυπνίσει αυτό που συνέβη στην Πλάκα. Το καμπανάκι κινδύνου για όλα τα παλιά γεφύρια της πατρίδας μας ήχησε. Και ήχησε και για το δικό μας. Αυτό το 157 ετών αριστούργημα τέχνης και τεχνικής αρτιότητας...».
Όσο για την ιστορία του γεφυριού, δεν μας είναι γνωστά πολλά πράγματα, ευτυχώς όμως γνωρίζουμε τη χρονολογία κατασκευής του (1858) και τον άνθρωπο εκείνον που διάθεσε τα χρήματα που απαιτούνταν για να οικοδομηθεί αυτό. Πρόκειται για τον Δημήτριο Αλαμάνο, που όπως μας πληροφορεί ο αρχιερατικός επίτροπος της Περιφέρειας Αγιάς, αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Δρόσος, «ήταν ιατρός, εκ Κερκύρας, γερμανικής καταγωγής και αγγλικής υπηκοότητας. Πολιτογραφήθηκε Αγιώτης επειδή παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζημήτρου, κόρη του Γεωργίου, εμπόρου και διορισμένου αρχικοτσάμπαση της περιοχής από τον Αλή Πασά. Προσωπικότητα με ισχυρή ακτινοβολία, ευγένειας, πολιτισμού, ανθρωπισμού και ολόψυχης συμπαράστασης στους πάσχοντες. Ελέχθη ότι ήταν ο σημαντικότερος ξένος που πέρασε από την Αγιά τον 19ο αιώνα. Πέραν της χρηματοδότησης της κατασκευής της γέφυρας, ίδρυσε το Παρθεναγωγείο της Αγιάς το 1874 του οποίου τη λειτουργία εξασφάλισε με δωρεά 200 λιρών. Ο Αλαμάνος εκοιμήθη το 1873, 22α Απριλίου, άτεκνος, εις ηλικία ολίγον μετά τα εξήντα, μάλλον εκ βαθυτάτης θλίψεως για τον θάνατο δύο μικρών ανεψιών του. Η κηδεία του καταγράφεται υπό των βιογράφων του ως ανεπανάληπτο γεγονός εις την Αγιά».