Ένα κατάστημα για όλους τους «ξεχασιάρηδες» λειτουργεί σχεδόν σαράντα χρόνια στην οδό Παπαναστασίου, κοντά στο κέντρο της Λάρισας. Πρόκειται για ένα παντοπωλείο που δεν γνωρίζει από γιορτές και σχόλες. Ανοίγει νωρίς το πρωί και κλείνει μετά τις 11 το βράδυ. Το ίδιο ισχύει και για τις Κυριακές αλλά και για τις αργίες. Όλο αυτό το διάστημα η πόρτα του δεν έχει κλείσει. Πάντα έτσι δούλευε και συνεχίζει.
Ο καταναλωτής αφού ξεπέρασε την εισβολή των μεγάλων σούπερ μάρκετ στην καθημερινότητά του, τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως επέστρεψε και πάλι στο παντοπωλείο της γειτονιάς. «Ο καταναλωτής έχει περιορίσει τις αγορές του, το βλέπουμε καθημερινά, η επιστροφή του οφείλεται και σε αυτό», σημειώνει η μητέρα του ιδιοκτήτη, Μαρία Πανάγου. Η κρίση σύμφωνα με τους επαγγελματίες του χώρου έφερε οικονομικά προβλήματα στα περισσότερα νοικοκυριά, αφύπνισε συνειδήσεις προκειμένου να στηριχθούν τοπικές επιχειρήσεις αλλά συγχρόνως ξετρύπωσε και τα τεφτέρια από τα συρτάρια. «Από τη στιγμή που ο κόσμος δυσκολευόταν να πληρώσει, τους διευκολύναμε, είναι άνθρωποι που τους γνωρίζουμε εδώ και πολλά χρόνια. Είτε πρόκειται για συνταξιούχους, είτε για ανέργους», αναφέρει η κ. Πανάγου.
Τις πρωινές ώρες βλέπει κανείς γυναίκες από τις γύρω πολυκατοικίες, που θα κατεβούν για τα ψώνια τους, το απόγευμα η κίνηση δεν σταματά, φοιτητές, παιδιά που πηγαίνουν στα φροντιστήρια, εργαζόμενες που επιστρέφουν στο σπίτι θα περάσουν από το παντοπωλείο για τα απαραίτητα.
Μπαίνει μέσα ένας πιτσιρικάς, ο ιδιοκτήτης τον χαιρετά με το μικρό του όνομα και συγχρόνως τον βοηθά να «εντοπίσει» την αγαπημένη του σοκολάτα. Η Θεοδώρα ζυγίζει τα φρούτα, ενώ η Σοφία εξηγεί τις προσφορές στον πελάτη. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση, που βοηθούν όλοι από τον μεγαλύτερο μέχρι τον μικρότερο. Το 1979 το άνοιξε ο πατέρας της οικογένειας, Αριστοτέλης Πανάγος και στη συνέχεια πέρασε στην ιδιοκτησία του Βαγγέλη, καθημερινά όμως θα περάσουν από εκεί και η Σοφία με τη Θεοδώρα, οι δύο αδερφές του. «Τα τρία μου παιδιά ενώ σπούδασαν, επέστρεψαν στο μαγαζί», λέει η μητέρα της οικογένειας για να προσθέσει ότι «οι καιροί έχουν δυσκολέψει πολύ, από τη στιγμή που υπήρχε η δουλειά έπρεπε να την κρατήσουμε. Εξάλλου μάθαμε να τρώμε με ένα κουτάλι και όχι με πολλά».
Ενδιαφέρον πάντως έχουν αυτά που ζητούν οι «ξεχασιάρηδες» πελάτες του παντοπωλείου που το επισκέπτονται συνήθως τις βραδινές ώρες ή τις αργίες. Οι περισσότεροι θα περίμεναν να αναζητούν εκεί γάλα, κανένα κρεμμύδι, λίγο μαϊντανό ή ζάχαρη αλλά στις μέρες μας και συγκεκριμένα στις νύχτες μας υπάρχουν αυτοί που ψάχνουν λίγο πριν τα μεσάνυχτα ή τις αργίες για λίγο ροκφόρ, λίγο σουσάμι ή άλλα προϊόντα ντελικατέσεν.
«Δύσκολο το μεροκάματο», τονίζει η κ. Πανάγου για να προσθέσει ότι «με το που πέσει η νύχτα περιορίζεται και ο κόσμος που κινείται. Δεν μένει ποτέ ένα άτομο μόνο του».
Ζωή Παρμάκη