Της Ζωής Παρμάκη
Φωτ.: Βασίλης Ντάμπλης
Φώτα αναμμένα. Φόβος. Σκυλιά που αλυχτούν. Πόρτες που κλειδώνουν δύο και τρεις φορές. Σιδεριές στα παράθυρα. Συναγερμοί στα σπίτια. Αυτή είναι η εικόνα που παρουσιάζει η κοινότητα της Τερψιθέας μόλις πέσει το φως του ήλιου. Η ληστεία του ζευγαριού αρχές του μήνα δεν επιτρέπει σε κανέναν κάτοικο να κοιμάται ήσυχος τα βράδια, να μένει με την πόρτα ξεκλείδωτη τα πρωινά.
Για το Τοπικό Συμβούλιο και τη δημοτική αρχή της Λάρισας προέχει η ασφάλεια των κατοίκων, η ανησυχία που επικρατεί να καταλαγιάσει. Να βρεθεί λύση. Να παρθούν μέτρα. Για τον λόγο αυτό αποφάσισαν να προχωρήσουν αύριο Παρασκευή στις 7 το απόγευμα, σε ανοιχτή συνέλευση του Τοπικού Συμβουλίου με τη συμμετοχή των πολιτών και παρουσία εκπροσώπων της Διεύθυνσης Αστυνομίας Λάρισας, στην αίθουσα εκδηλώσεων της κοινότητας.
«Είναι ερημιά. Δεν έχει ζωή πλέον το χωριό μας», λέει ένας από τους λιγοστούς θαμώνες της καφετέριας. «Κάποτε αφήναμε τα κλειδιά πάνω στο αυτοκίνητο. Τώρα κλειδώνουμε δύο φορές και γυρίζουμε πίσω για να το επιβεβαιώσουμε».
Κάποιοι κάνουν λόγο για «στοχοποίηση» της κοινότητας από επίδοξους διαρρήκτες. «Πριν ένα με δύο χρόνια είχαν σημειωθεί πολλές ζωοκλοπές, όπως και κλοπές αγροτικών εργαλείων από τα χωράφια», αναφέρει ο πρόεδρος της κοινότητας Νίκος Μπόνιας για να προσθέσει ότι «τώρα χτύπησαν την καρδιά του οικισμού. Ο κόσμος τρόμαξε».
Οι συνταξιούχοι συγκεντρώνονται τα πρωινά στο ΚΑΠΗ του Δήμου. Είναι το μόνο σημείο στο οποίο εντοπίζει κανείς συγκεντρωμένους ανθρώπους. Από τα μεγάφωνα της κοινότητας καλούν τον κόσμο να συμμετάσχει στην αυριανή συνέλευση. «Κοιμόμαστε με βάρδιες», λένε οι ηλικιωμένοι «ενώ πριν από δύο χρόνια τα καλοκαίρια βγάζαμε κρεβάτι στην αυλή. Έπαιζαν τα παιδιά μας ελεύθερα. Τώρα οι μανάδες τα πηγαινοφέρνουν στα φροντιστήρια».
Η 51ΧΡΟΝΗ ΣΤΗΝ «Ε»
Τη νύχτα της 1ης Φεβρουαρίου ένα ανδρόγυνο είχε ζήσει τον τρόμο μέσα στο ίδιο του το σπίτι στην Τερψιθέα. Τα σημάδια στα χέρια της γυναίκας μαρτυρούν όλα όσα έζησε. Με μάτια βουρκωμένα μας βάζει στην αυλή του σπιτιού της. Βρίσκει τη δύναμη και περιγράψει όλα όσα έζησε από τις 9 το βράδυ έως τις 5 τα ξημερώματα. «Είχα γυρίσει από έξω. Μπήκα στο σπίτι, ήμουν μόνη μου, μίλησα με το παιδί μου στο τηλέφωνο και πήγα στην κουζίνα να μαζέψω το φαγητό. Τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο πρώτος, φορούσε κουκούλα και με απειλούσε με ένα κατσαβίδι. Στη συνέχεια και οι άλλοι. Πέντε άτομα. Όλοι φορούσαν κουκούλες. Με έδεσαν και με απειλούσαν. Ζητούσαν να τους πω πού έχω τα λεφτά. Τους ορκιζόμουν πως μόνο 40 ευρώ έχω στην τσάντα μου. Μου πήραν το σταυρό και τη βέρα. Μόλις μπήκε ο σύζυγός μου εγώ κατάφερα να λυθώ. Εκείνοι τα έχασαν και μίλησαν μεταξύ τους σε μια γλώσσα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν ήταν αλβανικά, βουλγάρικα, ρουμάνικα. Μας άρπαξαν και μας έδεσαν πισθάγκωνα. Σκέπασαν το κεφάλι μας. Προσπαθούσα να βλέπω. Τους παρακαλούσα να μην μας κάνουν κακό. Ένας από αυτούς έλεγε να σταματήσουμε. Κάποιος άλλος είχε ανοίξει την τηλεόραση και καθόταν. Παρακολουθούσε τους άλλους τέσσερις, που είτε μας απειλούσαν, είτε έψαχναν, είτε έτρωγαν. Όταν έφυγαν στις 5 το πρωί εκτός από το σκοινί που μας είχαν δεμένους, πρόσθεσαν και καλώδια φορτιστών. Ο άντρας μου έλεγε ότι εδώ θα πεθάνουμε. Δεν το δεχόμουν. Του έλεγα να κάνει κουράγιο. Σκεφτόμουν το παιδί μου. Είμαι μάνα, έλεγα, πρέπει να λυθώ. Έπρεπε να τα καταφέρω. Δεν με ενδιέφερε αν θα κοβόταν το χέρι μου, αρκεί να ελευθερωνόμουν. Όταν πια κατάφερα να μας λύσω βγήκα και είδα τη γειτόνισσα. Ζήτησα βοήθεια».
Στην ερώτηση αν υποψιάζεται κάτι, αν είχε δει τις προηγούμενες ημέρες κάτι η 51χρονη λέει ότι «δεν πάει το μυαλό μου κάπου. Ποτέ δεν πειράξαμε κανέναν». Καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας με την άτυχη γυναίκα γείτονες μέσα από τις αυλές τους, πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων τους κοιτούσαν, πρόσεχαν, περίμεναν. Φεύγοντας μας εξήγησαν ότι δεν εμπιστεύονται πια κανέναν. «Προχθές το βράδυ κάποιοι χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού μιας γυναίκας και της είπαν ότι είναι αστυνομικοί. Ήταν τυχερή που δεν τους άνοιξε και κάλεσε την αστυνομία γιατί ήταν κάποιοι που παρίσταναν τους αστυνομικούς» αναφέρει γειτόνισσα της 51χρονης.
Όπως το βράδυ της 1ης Φεβρουαρίου έτσι και προχθές οι δράστες εξαφανίστηκαν. «Είμαστε στον κάμπο και οι δρόμοι διαφυγής είναι αρκετοί, δύσκολο να εντοπιστεί κάποιος», επισημαίνει ο Νίκος Μπόνιας. «Η Τερψιθέα σήμερα έχει περίπου 2.500 με 3.000 κατοίκους, είναι μια περιοχή που έχει ταυτιστεί με την οικονομική άνεση που διαθέτουν κάποιοι από τους κατοίκους της, οπότε γίνεται στόχος ακόμα πιο εύκολα», συμπλήρωσε.
Οι κάτοικοι της Τερψιθέας έχουν να θυμούνται διάφορα περιστατικά. Όπως σε περιόδους εορτών επίδοξοι διαρρήκτες χτυπούσαν τα κουδούνια των σπιτιών προκειμένου να εντοπίσουν σε ποια από αυτά οι ιδιοκτήτες τους απουσίαζαν. Πριν ένα χρόνο το Τοπικό Συμβούλιο είχε εκδώσει ψήφισμα για τις ζωοκλοπές που σημειώνονταν, χωρίς όμως να υπάρξει αποτέλεσμα. «Οι ζωοκλοπές ήταν ανατριχιαστικές. Είχαν κλέψει περίπου 60 αιγοπρόβατα από πέντε κτηνοτρόφους», θυμάται ο αντιπρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Στέλιος Τζιλάκας και προσθέτει: «Από εμένα είχαν πάρει ένα μοσχάρι. Όταν πήγα στο βουστάσιο αυτό που αντίκρισα ήταν ανατριχιαστικό. Είχαν σφάξει το μοσχάρι. Από τότε αν δεν δω τον σκύλο από μακριά να μου κουνάει την ουρά όταν πλησιάζω, δεν πάω».
Οι κάτοικοι της Τερψιθέας απαιτούν ασφάλεια «την ίδια ώρα που γνωρίζουμε όλοι μας και κατανοούμε την κατάσταση και τα μέσα που διαθέτει η ελληνική αστυνομία». Για τον λόγο αυτό και για να επανέλθει το αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες τοπικό συμβούλιο και κάτοικοι προσανατολίζονται σε μορφές αντίδρασης αλλά σε νόμιμο πλαίσιο, όπως λένε χαρακτηριστικά.
Δεν παίρνουν το νόμο στα χέρια τους αλλά στην αυριανή γενική συνέλευση αναμένεται να εξετάσουν τρεις προτάσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με τη διεκδίκηση αστυνόμευσης στην περιοχή, καθώς τώρα τη χαρακτηρίζουν ανύπαρκτη, η δεύτερη πρόταση με την τοποθέτηση εταιρίας ιδιωτικής ασφάλειας και η τρίτη με την εθελοντική συμμετοχή των κατοίκων σε ομάδες φύλαξης σε συνεργασία με την αστυνομία. «Τα μηνύματα που λαμβάνουμε προς το παρόν είναι θετικά για τη συνεργασία με ιδιωτική εταιρία. Έχουμε το παράδειγμα των παραλίων του νομού έτσι σώθηκαν και εκεί τα σπίτια του κόσμου», σχολιάζει ο Νίκος Μπόνιας και προσθέτει «η αντίδρασή μας πρέπει να είναι συλλογική, όχι καταγγελτική αλλά με προτάσεις».