Η μνήμη του θα τιμάται στις 18 Ιανουαρίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.
Ο Όσιος Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε το 1770 στο χωριό ‘Αρμπουνας της επαρχίας Καλαβρύτων του Νομού Αχαΐας και αρχικά εργαζόταν ως κρεοπώλης. Όταν πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο αρχικά μόνασε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, ενώ αργότερα ασκήτεψε σε καλύβι κοντά στο χωριό του. Έμεινε στην απομόνωση για περίπου 20 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθε γραφή και ανάγνωση. Σε ηλικία 80 ετών πήρε την απόφαση να κηρύξει. Η φήμη του διαδόθηκε γρήγορα, αφού είχε τον δικό του μοναδικό τρόπο να συνεπαίρνει το κοινό. Κυρίως κήρυττε εναντίον της μοιχείας και της κλοπής και υπέρ της προσευχής. Μέσα από τα κηρύγματά του καυτηρίαζε την πολιτική της Βαυαρικής διακυβέρνησης στη χώρα και τη συγκατάβαση σε αυτήν της Συνόδου της Εκκλησίας. Παραπέμφθηκε ενώπιον του Επισκόπου Καλαβρύτων, ο οποίος τον επέπληξε και του ζήτησε να περιορίσει τα κηρύγματά του.
Έξι μήνες αργότερα ο «Παπουλάκος» ξεκίνησε περιοδεία στη νότια Πελοπόννησο, συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμο στο πέρασμά του. Ύστερα από πιέσεις, ο Βασιλιάς Όθων υπέγραψε διάταγμα για τον περιορισμό του «Παπουλάκου» σε μοναστήρι. Ο «Παπουλάκος» κατέφυγε στη Μάνη για να σωθεί. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να στείλει άμεσα τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη με επιτελείο αξιωματικών για να τον συλλάβουν, αλλά ο στρατός βρέθηκε περικυκλωμένος από 2.000 Μανιάτες. Στις 21 Ιουνίου 1852 συνελήφθη από τον στρατό, και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου, όπου έμεινε δύο χρόνια στην απομόνωση. Επρόκειτο να δικαστεί από το κακουργιοδικείο Αθηνών ως στασιαστής, όμως τα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου υποχρέωσαν τον Όθωνα να του δώσει αμνηστία, αλλά εξορίστηκε στη Μονή Παναχράντου της ‘Ανδρου, όπου εκοιμήθη και ετάφη το 1861.