Το αίτημα υπέβαλε ο διευθυντής της γλυπτοθήκης του Μονάχου, Φλόριαν Κνάουφ, ο οποίος αναφέρθηκε, δίνοντας τη δική του ερμηνεία, στην ιστορική περιπέτεια του αγάλματος: ο πρίγκιπας Λαντσελότι, όπως γράφει η «Corriere», υποχρεώθηκε να πουλήσει το άγαλμα στη Γερμανία το 1938, μετά από ισχυρή επιθυμία του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος είχε αποταθεί απευθείας στον Μπενίτο Μουσολίνι.
Ο Χίτλερ είχε δει το άγαλμα κατά την επίσκεψή του στην ιταλική πρωτεύουσα, κατά το ίδιο έτος και αποφάσισε ότι έπρεπε να αποτελέσει μέρος των πολιτιστικών αγαθών της χώρας του.
Η «υποχρεωτική πώληση» πραγματοποιήθηκε, παρά την αντίθετη γνώμη του τότε Ιταλού υπουργού Παιδείας Τζουζέπε Μποτάι και το Ιταλικού Ανώτατου Συμβουλίου Τεχνών και Επιστημών.
Ο Δισκόβολος είχε ήδη μετατραπεί σε ένα από τα σύμβολα της ναζιστικής προπαγάνδας, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, το 1936.
Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1948, η ιταλική κυβέρνηση κατάφερε να συμπεριλάβει τον Δισκοβόλο Λαντσελότι στον κατάλογο έργων που είχαν εξαχθεί παράνομα από τη χώρα και να πετύχει την επιστροφή του στη Ρώμη.
Τώρα, ο διευθυντής της γλυπτοθήκης του Μονάχου, υπογραμμίζει ότι «η επιστροφή αυτή στην Ιταλία, κατά την άποψη του μουσείου του και του κρατιδίου της Βαυαρίας, παραβίασε τον νόμο» και ότι οι ιταλικές αρχές, είχαν εγκρίνει την μεταφορά του αγάλματος στην Γερμανία.
Η Corriere della Sera, όμως, υπενθυμίζει ότι η Γερμανία, «όπως απέδειξε και πρόσφατη έκθεση που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη, αφαίρεσε παράνομα από την Ιταλία πολλά αριστουργήματα της τέχνης, με εντολές του Χίτλερ, του Χέρμαν Γκέρινγκ και άλλων ισχυρών ονομάτων του ναζιστικού καθεστώτος».
Είναι κάθετα αντίθετος σε κάθε ενδεχόμενο επιστροφής, τέλος, και ο Ιταλός υπουργός Πολιτισμού Τζενάρο Σαντζουλιάνο, ο οποίος, όπως αναφέρει η εφημερίδα του Μιλάνου, φέρεται να δήλωσε ότι για να συμβεί κάτι τέτοιο «πρώτα θα πρέπει να περάσουν πάνω από το πτώμα του».
AΠΕ-ΜΠΕ