Η δίκη κράτησε τέσσερις μήνες και η απόφαση συνιστά άλλη μια νίκη για το υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο επιδιώκει να ασκήσει ποινικές διώξεις σε περισσότερους από 1.000 ανθρώπους με αφορμή τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου. Πολλά μέλη μιας άλλης ακροδεξιάς οργάνωσης, των Oath Keepers, έχουν ήδη καταδικαστεί.
Εκτός από τον Τάριο, οι Ίθαν Νορντίν, Τζόζεφ Μπιγκς και Ζάκαρι Ρελ κρίθηκαν ένοχοι για στασιαστική συνωμοσία, με βάση έναν νόμο της εποχής του αμερικανικού εμφυλίου. Η κατηγορία επισύρει ποινή κάθειρξης έως 20 ετών.
Οι ένορκοι δεν κατέληξαν σε απόφαση για την κατηγορία αυτή για τον πέμπτο κατηγορούμενο, τον Ντόμινικ Πετσόλα, τον μοναδικό που δεν είχε ηγετικό ρόλο στην οργάνωση. Ο δικαστής ζήτησε από τους ενόρκους να συνεχίσουν τις διαβουλεύσεις τους για δύο άλλες κατηγορίες, για τις οποίες επίσης δεν κατέληξαν σε απόφαση.
Το δικαστήριο έκρινε ωστόσο ενόχους και τους πέντε για άλλα αδικήματα, όπως για παρακώλυση επίσημης διαδικασίας (επισύρει ποινή 20 ετών), συνωμοσία με στόχο να εμποδίσουν το Κογκρέσο να ασκήσει τα καθήκοντά του και παρεμπόδιση των δυνάμεων επιβολής του νόμου κατά τη διάρκεια κοινωνικής αναταραχής.
Οι Νορντίν, Μπιγκς, Ρελ και Τάριο αθωώθηκαν για την κατηγορία της επίθεσης ή παρεμπόδισης της αστυνομίας, ενώ ο Πετσόλα καταδικάστηκε.
Περισσότεροι από 500 άνθρωποι έχουν δηλώσει ένοχοι σε κατηγορίες που αφορούν τις ταραχές στο Καπιτώλιο, ενώ περίπου 80 έχουν καταδικαστεί σε δίκες. Μεταξύ αυτών είναι ο ιδρυτής των Oath Keepers Στιούαρτ Ρόουντς και πολλά μέλη της οργάνωσής του.
Η δίκη των Proud Boys ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γίνει μέχρι σήμερα. Από τον Ιανουάριο, οι 12 ένορκοι στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσινγκτον άκουγαν μάρτυρες να καταθέτουν επί 50 ημέρες.
Στην τελική αγόρευσή του, ο εισαγγελέας Κόνορ Μαλρόε είπε στους ενόρκους ότι οι Proud Boys θεωρούσαν ότι είναι «μια δύναμη μάχης», έτοιμη «να διαπράξει βιαιότητες» για λογαριασμό του Τραμπ, ώστε να ανατρέψει την ήττα του στις εκλογές. Η οργάνωση αυτοχαρακτηριζόταν «δυτική σοβινιστική ομάδα».