Δεν ήταν λίγοι αυτοί μάλιστα, που έκαναν λόγο για πισωγύρισμα και για χάσιμο χρόνου.
Επιβεβαιώνοντας τη γλυκόπικρη αίσθηση που άφησε η COP 27 για τα πενιχρά αποτελέσματά της, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ, Πέτρος Βαρελίδης, έχοντας εκπροσωπήσει τη χώρα μας καθ’ όλη τη διάρκεια της Συνόδου, ανέφερε: «Η αλήθεια είναι ότι στις τάξεις των αξιωματούχων της ΕΕ υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της απογοήτευσης. Προφανώς, δεν είμαστε εκεί που θα θέλαμε να είμαστε. Για να πετύχουμε τη συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, θα πρέπει έως το 2030 να έχουμε μείωση των αερίων του θερμοκηπίου κατά 43% σε σχέση με το 2019. Σήμερα, το άθροισμα των δεσμεύσεων των χωρών φθάνει μόλις το 0,3%. Πρόκειται για τεράστια απόκλιση, που δεν μπορεί να γεφυρωθεί χωρίς την πολύ πιο ουσιαστική συμμετοχή όλων των χωρών στην προσπάθεια μείωσης των εκπομπών».
Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Βαρελίδη, «οι αποφάσεις της COP πρέπει να αξιολογούνται στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, όπου πρέπει 200 χώρες με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, προβλήματα και προτεραιότητες να συμφωνήσουν ομόφωνα. Αν σκεφτούμε τη δυσκολία που υπάρχει στο να συμφωνήσουν 27 χώρες με παρόμοια πολιτισμικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά στο πλαίσιο της ΕΕ, αντιλαμβανόμαστε αμέσως τη δυσκολία του εγχειρήματος. Σε κάθε διαπραγμάτευση πρέπει να υπάρχουν ρεαλιστικές προσδοκίες και στόχοι, με βάση τα πραγματικά δεδομένα και ισορροπίες και όχι με βάση το θυμικό».
Επομένως, όπως είπε, «η ψυχρή αποτίμηση των αποτελεσμάτων της COP27, είναι ότι μάλλον πήγε καλύτερα από ό,τι περιμέναμε και από το πώς φαινόταν να εξελίσσεται έως και την προτελευταία μέρα (17/11), δεδομένου δε, ότι εξαρχής υπήρχαν πολύ χαμηλές προσδοκίες. ‘Αλλωστε, μην ξεχνάμε ότι η Σύνοδος των Μερών (COP) της UNFCCC (United Nations Framework Convention on Climate Change) επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο και έχει πολλές ενδιάμεσες συναντήσεις, διαρκείς ομάδες εργασίας κ.λπ. Πρόκειται δηλ. για μια συνεχή διαπραγμάτευση. Χρειάζεται υπομονή και προσήλωση στον στόχο».
Όσον αφορά την εξέλιξη της συνόδου, ο γενικός γραμματέας ανέφερε: «Η συζήτηση πάντα έχει δύο βασικούς άξονες: την αύξηση της φιλοδοξίας για μεγαλύτερη μείωση εκπομπών και την αύξηση της δημόσιας και ιδιωτικής κλιματικής βοήθειας (χρηματοδότησης και μεταφοράς τεχνογνωσίας) από τις «πλούσιες» προς τις «φτωχές» χώρες».
ΕΝΤΟΝΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
«Έχουμε ήδη χάσει πολύ χρόνο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Φρανς Τίμερμανς εκ μέρους της ΕΕ, καθώς απογοήτευση προκάλεσε το γεγονός ότι παρατηρήθηκαν πισωγυρίσματα από την τελευταία COP της Γλασκώβης.
Πέρα από τη σχετική απροθυμία για θαρραλέες αποφάσεις των παραδοσιακά μεγάλων ρυπαντών, αλγεινή εντύπωση προκάλεσε το γεγονός, ότι αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Κίνα, η Τουρκία, η Ινδονησία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, κρύφτηκαν κι αυτές με τη σειρά τους, για ακόμα μία φορά, πίσω από τις «ιστορικές ευθύνες» των αναπτυγμένων χωρών, χωρίς να επιθυμούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για δράση, τη στιγμή που σημειώνουν εκρηκτική αύξηση των εκπομπών διοξειδίου, αν και η αλήθεια είναι ότι διαπιστώνουν ότι τα περιθώρια στενεύουν και για αυτούς.
«Οι πλούσιοι πρέπει να πληρώσουν». Αυτό είναι το βασικό επιχείρημά τους, γι’ αυτό και διατυπώθηκε η δέσμευση για δημιουργία – σε κάποια στιγμή στο μέλλον – του Ταμείου για «απώλειες και ζημιές», με στόχο την υποστήριξη των «ιδιαίτερα ευάλωτων» φτωχών χωρών, καθώς το ζήτημα των χρηματοδοτήσεων τέθηκε στο επίκεντρο των συνομιλιών και των διαπραγματεύσεων.
Όσον αφορά το παρασκήνιο της Διάσκεψης, η οποία ολοκληρώθηκε με δύο μέρες καθυστέρηση και ύστερα από πολύ «γράψε σβήσε», καθώς το αρχικό κείμενο οδηγούσε τη διεθνή κοινότητα πίσω στο 1992, αντανακλώντας τις απόψεις των G7 και της Κίνας, το κύριο θέμα για τους αναπτυσσόμενους, εξακολουθεί να είναι η χρηματοδότηση από τους αναπτυγμένους. Το κύριο ζητούμενο της ΕΕ και των ΗΠΑ είναι η αύξηση της κλιματικής φιλοδοξίας, η διεύρυνση των χωρών που δίνουν χρήματα και η χρηματοδότηση μονάχα όσων την έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και πληρούν κάποια εχέγγυα χρηστής διοίκησης και ορθής χρήσης των πόρων για την αντιμετώπιση ή την προσαρμογή στην κλιματική κρίση.
Μάλιστα, η ΕΕ πρόκειται να πιέσει, ώστε το Ταμείο να χρηματοδοτεί αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη, δηλαδή πολύ φτωχούς και μικρά νησιωτικά κράτη.