Η ακρίβεια των μοριακών τεστ PCR για κορονοϊό, με βάση τα ρινοφαρυγγικά δείγματα, πιθανώς διαφέρει ανάλογα με την ώρα της μέρας που αυτά γίνονται, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Κάντις ΜακΝότον του Πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ, που έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στο medRxiv, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, ανέλυσαν τα αποτελέσματα 31.094 μοριακών τεστ που έγιναν σε συμπτωματικά και ασυμπτωματικά άτομα, εκ των οποίων τα 2.438 βγήκαν θετικά. Η ανάλυση, με βάση την ώρα που έγινε κάθε τεστ, έδειξε ότι ένα τεστ έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να βγει θετικό γύρω στις 2 μ.μ. Το ποσοστό των θετικών τεστ λίγο μετά το μεσημέρι και νωρίς το απόγευμα είναι περίπου διπλάσιο σε σχέση με το χαμηλότερο ποσοστό που παρατηρείται σε άλλες ώρες της μέρας.
Η μελέτη, σύμφωνα με τους ερευνητές, δείχνει ότι «οι άνθρωποι πιθανώς είναι πιο μολυσματικοί ορισμένες ώρες της μέρας, πράγμα που εγείρει ερωτήματα κατά πόσο τα τεστ για SARS-CoV-2 ίσως είναι λιγότερο ακριβή, όταν τα δείγματα συλλέγονται αργά το απόγευμα και νωρίς το πρωί».
«Αν τα ευρήματά μας επιβεβαιωθούν, οι γιατροί και οι ομάδες δημόσιας υγείας θα πρέπει να εστιάσουν τις προσπάθειές τους στο να μειώσουν τον κίνδυνο εξάπλωσης του κορονοϊού στη διάρκεια των ωρών που κορυφώνεται η μολυσματικότητα», δήλωσε η ΜακΝότον. Αυτό πρακτικά σημαίνει, πρόσθεσε, αυξημένα μέτρα προστασίας, όπως η χρήση μάσκας, μετά το μεσημέρι και νωρίς το απόγευμα, καθώς και η ενθάρρυνση των αγορών στα καταστήματα νωρίς το πρωί. Επίσης, κατά τους ερευνητές, αν βγει αρνητικό ένα μοριακό τεστ που έχει γίνει νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα, υπάρχει ίσως περισσότερο νόημα να επαναληφθεί, σε σχέση με αρνητικά τεστ που έχουν γίνει λίγο μετά το μεσημέρι.