Με τη μουσική του σήμερα βράδυ, παραμονή της τραγικής επετείου της 13ης Νοεμβρίου, ο Στινγκ ξαναέδωσε, ένα χρόνο μετά, ζωή στο Μπατακλάν. Η συναυλία, που διήρκεσε μιάμιση ώρα, ξεκίνησε με την τήρηση ενός λεπτού σιγής στη μνήμη των θυμάτων.
« Η Γαλλία και ο κόσμος όλος θα δουν ότι το Μπατακλάν ξαναζεί» δήλωσε το απόγευμα συγκινημένος ο Ζερόμ Λανγκλέ, ο ιδιοκτήτης της μυθικής αίθουσας. Και δεν υπερέβαλε όταν είπε «ο κόσμος όλος», αν κρίνει κανείς από τα τηλεοπτικά συνεργεία, τους φωτοειδησεογράφους, τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους, που από τις έξι το απόγευμα είχαν σπεύσει στην περιοχή, για να εξασφαλίσουν τη μια σπιθαμή γης ώστε να στήσουν το τρίποδο της κάμεράς τους.
Τα δρακόντεια μέτρα ασφάλειας δεν διευκόλυναν ιδιαίτερα το έργο τους.
Οι δημοσιογράφοι ήταν και εφέτος περιορισμένοι στο μπουλεβάρτο Ρισάρ Λενουάρ, διαγωνίως απέναντι από τον αριθμό 50 του Μπατακλάν στο μπουλεβάρτο Βολτέρ, μια απόσταση σημαντική λόγω και της νησίδας που μεσολαβεί ανάμεσα στους δύο δρόμους.
Μην έχοντας μεγάλες δυνατότητες για καταγραφή των κινήσεων έξω από την αίθουσα, οι απεσταλμένοι των μέσων ενημέρωσαν έκαναν ζωντανές συνδέσεις με μακρινό φόντο την είσοδο και συνεντεύξεις με τον κόσμο που συνωστιζόταν και αυτός μαζί τους.
Στον φράχτη της πρασιάς πίσω από τους δημοσιογράφους, άρχισαν και πάλι να τοποθετούνται λουλούδια και αφιερώματα στη μνήμη των θυμάτων.
Μπρος στο αυτοσχέδιο «εικονοστάσι», γονατιστός παρά τον συνωστισμό, με ένα κερί στο χέρι, ένας νεαρός γύρω στα τριάντα με κλειστά τα μάτια, μοιάζει να ταξιδεύει μακριά... «θέλω να πείσω ακόμα και τον εαυτό μου ότι κάτι προσφέρω με το να μην ξεχνώ» εξήγησε στους δημοσιογράφους που τον περίμεναν να σηκωθεί.