συμπατριωτών μας» ζητά ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος με ερώτησή του στον αρμόδιο υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Κωστή Χατζηδάκη.
Ο Θεσσαλός πολιτικός, ο οποίος και στο πρόσφατο παρελθόν (24.02.21) έχει θέσει το ζήτημα μέσω του κοινοβουλευτικού ελέγχου, επανήλθε με νέα ερώτηση μετά τη συνάντηση που είχε στις 02.08.21 με το προεδρείο του Συλλόγου Παλιννοστούντων Ομογενών Ελληνοποντίων Λάρισας, που αποτελείτο από τον πρόεδρό του και αντιπρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας κ. Μιχάλη Καζαζίδη, τον γραμματέα κ. Ανδρέα Σαχναζαριάν και το μέλος κ. Γιώργο Καραπετιάν, οι οποίοι εξέθεσαν τη σοβαρότητα του συνταξιοδοτικού προβλήματος των μελών τους.
Στην ερώτησή του ο Μάξιμος Χαρακόπουλος επισημαίνει ότι «τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει ο περιβόητος “νόμος Κατρούγκαλου” (Ν. 4387/2016 και ειδικά τα όσα προβλέπονται με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2) στη συνταξιοδότηση των ομογενών μας από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, είναι γνωστά, καθώς και στο παρελθόν μέσω του κοινοβουλευτικού ελέγχου ζητήσαμε διευθέτησή τους.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου, ένας υποψήφιος συνταξιούχος χρειάζεται 35 χρόνια μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα, για να κριθεί δικαιούχος της πλήρους καταβολής του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων, ενώ δικαιούται να λάβει πλήρη εθνική σύνταξη των 384 ευρώ μόνον αν διαμένει μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα επί σαράντα χρόνια. Σε διαφορετική περίπτωση η εθνική σύνταξη μειώνεται κατά 1/40 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των σαράντα ετών μόνιμης και νόμιμης διαμονής, και αντιστοίχως κατά 1/35 για το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης. Οι παλιννοστούντες, όμως, συμπατριώτες μας που ήλθαν από τις χώρες που διαδέχθηκαν τη διαλυμένη ΕΣΣΔ, όπως είναι η Ρωσία, η Ουκρανία, η Αρμενία, η Γεωργία, το Ουζμπεκιστάν, το Καζακστάν δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να λάβουν πλήρη εθνική σύνταξη. Κι αυτό συμβαίνει διότι, όλοι τους ξεκίνησαν να έρχονται στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990. Επίσης, τα Ειδικά Δελτία Ταυτότητας Ομογενούς άρχισαν να εκδίδονται μόλις το 1998.
Για τον λόγο αυτόν οι ηλικιωμένοι παλιννοστούντες υψώνουν φωνή απόγνωσης, εξαιτίας των μεγάλων προβλημάτων διαβίωσης που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, καθώς σε πολλές περιπτώσεις αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη».
Ο κυβερνητικός βουλευτής καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι «η Πολιτεία οφείλει να επανεξετάσει το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι παλιννοστούντες ομογενείς, πολλοί εκ των οποίων υπέστησαν διώξεις στις χώρες από όπου προήλθαν λόγω της καταγωγής τους, διορθώνοντας την αδικία που συντελέστηκε με τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα, βάσει της νομοθεσίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ».