«Ασπίδα» για τα κτίρια της Λάρισας, του Τυρνάβου, της Ελασσόνας και της ευρύτερης περιοχής, που δέχθηκαν το χτύπημα του προχθεσινού σεισμού των 6,3 Ρίχτερ, αποδεικνύονται μέχρι τώρα οι αντισεισμικοί κανονισμοί (ο παλιός και ο νέος), όπως διαπιστώνει προκαταρκτική έκθεση του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ).
Πριν συμπληρωθούν 24 ώρες από τον πρώτο ισχυρό σεισμό της περασμένης Τετάρτης, το ΙΤΣΑΚ έδωσε στη δημοσιότητα (με δημοσίευση στο news letter του TEE/ΤΚΜ) τα συμπεράσματα της προκαταρκτικής έκθεσης ερευνητών του για τον σεισμό, συνοδευόμενα από τα σχετικά διαγράμματα για την αισθητότητα της σεισμικής δόνησης και των επιταχύνσεων βαρύτητας που αναπτύχθηκαν στα εδάφη της περιοχής.
Όπως σημειώνουν οι ερευνητές του ΙΤΣΑΚ «η μέγιστη επιτάχυνση ~10% g καταγράφηκε στο Νοσοκομείο της Λάρισας» -από τα ειδικά όργανα μέτρησης που έχει εγκατεστημένα το Ινστιτούτο στη Λάρισα και στην Πιερία- «και είναι σχετικά χαμηλή για τα κτίρια οπλισμένου σκυροδέματος, για να προκαλέσει βλάβες». Επίσης τα φάσματα απόκρισης δεν απέχουν σημαντικά από τους συντελεστές του παλιού κανονισμού και είναι πολύ χαμηλότερα από τα φάσματα σχεδιασμού των σύγχρονων κανονισμών, ενώ η εικόνα βλαβών στο Μεσοχώρι και το Δαμάσι επικεντρώνεται στα παραδοσιακά λίθινα σπίτια χωρίς αντισεισμικές προδιαγραφές.
Ειδικά για την περιοχή του Μεσοχωρίου διαπιστώνεται «ότι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο για τις βλάβες οι εδαφικές συνθήκες της περιοχής», ενώ σημειώνεται ότι «κοντά στο ρήγμα οι επιταχύνσεις είναι προφανώς λίγο μεγαλύτερες από αυτές του Νοσοκομείου της Λάρισας».
Όσον αφορά τη χθεσινή σεισμική δόνηση των 5,9 Ρίχτερ το ΙΤΣΑΚ σε ανάρτησή του, στην ιστοσελίδα του στο Facebook, σημειώνει ότι «η κορυφαία εδαφική επιτάχυνση στην πόλη τη Λάρισας ήταν 5% της επιτάχυνσης της βαρύτητας (PGA=5% g). Στην ίδια θέση ο σεισμός της 3ης Μαρτίου, 12:16 ώρα Ελλάδας, είχε τη διπλάσια κορυφαία εδαφική επιτάχυνση (10% g)».
Τις επόμενες ημέρες κλιμάκιο ερευνητών του ΙΤΣΑΚ θα βρεθεί στην περιοχή για να μελετήσει τις συνέπειες των σεισμών στο δομημένο περιβάλλον. Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις πρώτες αυτές παρατηρήσεις ο διευθυντής του ΙΤΣΑΚ, κ. Βασίλης Λεκίδης, σημείωσε πως ο πρόσφατος σεισμός έπληξε παλιά κτίρια ανύπαρκτης σεισμικής αντίστασης που χτίστηκαν πριν από την εφαρμογή του πρώτου αντισεισμικού κανονισμού της χώρας. Ο συγκεκριμένος σεισμός ευτυχώς εμφάνισε μικρή σχετικά επιτάχυνση της βαρύτητας, ανέφερε ο κ. Λεκίδης και μάλιστα «τη χαμηλότερη σε σύγκριση με άλλους σεισμούς, όπως αυτοί της Κοζάνης-Γρεβενών, Λευκάδας, Κεφαλλονιάς και κάτω από το 14% g, όριο που θεωρείται ότι μπορεί να πλήξει το μπετόν».
«Ακόμη κι οι διατάξεις των παλιών αντισεισμικών κανονισμών, όπως αυτός του 1959, καλύπτουν τον πρόσφατο σεισμό» σημείωσε ο κ. Λεκίδης. Τα κτίρια από μπετόν δεν είχαν πρόβλημα σε τέτοια επιτάχυνση και γι’ αυτό δεν είχαμε εκτεταμένες καταρρεύσεις. Το 98-99% του κτιριακού αποθέματος της Λάρισας, του Τυρνάβου, της Ελασσόνας άντεξε στον ισχυρό σεισμό, ενώ ειδικά για το σχολείο που «χτυπήθηκε», ο κ. Λεκίδης, σχολίασε, ότι είχε μεγάλη τρωτότητα λόγω του σχεδιασμού και του τρόπου που χτίστηκε στο παρελθόν, χωρίς αντισεισμικό κανονισμό. «Το βασικό μας συμπέρασμα είναι» -κατέληξε- «ότι οι αντισεισμικοί κανονισμοί καλύπτουν την περιοχή, ενώ πρέπει να διερευνηθεί το θέμα της συμμετοχής του εδάφους στην απόκριση των κατασκευών στα χωριά που εμφανίζονται οι περισσότερες βλάβες, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το ανάγλυφο του εδάφους ενίσχυσε σ’ αυτές τις περιοχές τις επιταχύνσεις...».