«Η αύξηση του ορίου αναλήψεως μετρητών ήρθε να αποτρέψει την παράλυση του προνοιακού έργου των εκκλησιαστικών φορέων δημοσίου δικαίου και όχι να θεσπίσει κάποιο προνόμιο υπέρ προσώπων». Αυτό υποστηρίζει η Αρχιεπισκοπή, σχολιάζοντας «ανεύθυνα δημοσιεύματα, κατά τα οποία δήθεν «η Εκκλησία» (συλλήβδην) «εξαιρέθηκε» προνομιακά από τους περιορισμούς αναλήψεως μετρητών και κίνησης κεφαλαίων (capital controls), σε αντίθεση με τους έλληνες πολίτες».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αρχιεπισκοπής και προς αποκατάσταση της αλήθειας, τονίζονται τα εξής:
α. η Υπουργική Απόφαση (Οικονομικών) της 25.9.2015 (ΦΕΚ Β΄ 2100) δεν κατήργησε τους κεφαλαιακούς ελέγχους για τους φορείς της Εκκλησίας, αλλά αύξησε το μηνιαίο όριο αναλήψεως μετρητών ειδικά για την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και τις υπόλοιπες Ιερές Μητροπόλεις της χώρας και υπό τον όρο ότι πρόκειται για ανάληψη από ένα πιστωτικό ίδρυμα και από ένα τραπεζικό λογαριασμό κάθε μήνα.
β. η αύξηση ορίου αναλήψεως αφορά μόνο στις Ι. Μητροπόλεις και δεν αφορά σε φυσικά πρόσωπα (εφημέριους, μοναχούς, Μητροπολίτες κ.λπ.) ούτε στα υπόλοιπα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας (στον κεντρικό φορέα της «Εκκλησίας της Ελλάδος» ως νομικό πρόσωπο, στις Ι. Μονές κ.λπ.).
γ. οι λόγοι της αύξησης του μηνιαίου ορίου αναλήψεως μετρητών ήταν η ως σήμερα δυσχέρεια καταβολής τακτικών και εκτάκτων επιδομάτων βοήθειας σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς απόρους και οικογένειες από τα Φιλόπτωχα Ταμεία των Μητροπόλεων, καθώς η υλική βοήθεια προς αυτούς δεν διεκπεραιωνόταν ως σήμερα διατραπεζικά, όπως επίσης και η διευκόλυνση πληρωμής εξόδων για τα συσσίτια, εξόφλησης τρεχουσών υποχρεώσεων λειτουργίας των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (γηροκομεία, άσυλα ανιάτων κ.λπ.) των Μητροπόλεων. Επομένως η αύξηση του ορίου αναλήψεως μετρητών ήρθε να αποτρέψει την παράλυση του προνοιακού έργου των προαναφερθέντων εκκλησιαστικών φορέων δημοσίου δικαίου και όχι να θεσπίσει κάποιο προνόμιο υπέρ προσώπων, όπως ερμηνεύθηκε από ορισμένα δημοσιεύματα με σκανδαλοθηρική πρόθεση.