Του Γιώργου Μακρή
Τους τελευταίους μήνες των κυβερνήσεων του κ. Κώστα Σημίτη, από το καλοκαίρι του 2003 έως τον Μάρτιο του 2004, οι τρεις από τους τέσσερις κυβερνητικούς βουλευτές του νομού Λάρισας μετείχαν στην κυβέρνηση: ο κ. Φώτης Χατζημιχάλης ως υφυπουργός Γεωργίας, ο κ. Έκτορας Νασιώκας ως υφυπουργός Υγείας και ο κ. Νίκος Φαρμάκης ως υφυπουργός Οικονομικών.
Στα 41 χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι η μοναδική φορά που ο Ν. Λάρισας είχε τέτοια πολυπληθή συμμετοχή στην κυβέρνηση από βουλευτές εκλεγόμενους στον νομό. Το σύνηθες ήταν από το Ν. Λάρισας να μετέχουν στην κυβέρνηση ένας ή δύο βουλευτές, χωρίς όμως να λείπουν και τα «νεκρά» διαστήματα, χωρίς δηλαδή καθόλου συμμετοχή.
Μια τέτοια περίοδο διάγει ο νομός Λάρισας κατά τον τελευταίο 1,5 χρόνο: τους τελευταίους 10 μήνες της κυβέρνησης του κ. Αντ. Σαμαρά και το πρώτο 8μηνο της κυβέρνησης του κ. Αλ. Τσίπρα (ένας παλιός βουλευτής του νομού, ο κ. Χρήστος Ζώης ως εξωκοινοβουλευτικός πια θήτευσε, πάντως, αναπληρωτής υπουργός Ναυτιλίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό την κ. Θάνου).
Ωστόσο, η μη συμμετοχή βουλευτή εκλεγόμενου στη Θεσσαλία και στις δύο κυβερνήσεις του κ. Αλέξη Τσίπρα προκάλεσε πληθώρα συζητήσεων σε τοπικό επίπεδο. «Γιατί η Θεσσαλία δεν "βγάζει" πλέον υπουργούς;», είναι το ερώτημα που εκ των πραγμάτων τίθεται και το οποίο έθεσε η «Ε» σε πεπειραμένους πολιτικούς, από τις απαντήσεις των οποίων προέκυψαν οι εξής επισημάνσεις:
- Για να γίνει σήμερα κάποιος υπουργός χρειάζεται είτε να είναι υψηλόβαθμο στέλεχος στο κόμμα ή τα κόμματα που συγκυβερνούν, είτε να έχει διαχειριστική επάρκεια – εξειδικευμένες γνώσεις σ’ ένα συγκεκριμένο ζήτημα (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής κ. Γιάννης Μουζάλας).
- Ρόλο παίζει πάντοτε και η συγκυρία. Για παράδειγμα, ένας βουλευτής που εκλέγεται πρώτη φορά ή έχει μικρή κοινοβουλευτική παρουσία έχει κατά τεκμήριο (υπάρχουν και εξαιρέσεις) μικρότερες πιθανότητες να μετέχει στο υπουργικό συμβούλιο από έναν έμπειρο βουλευτή που «μετρά» αρκετά χρόνια κοινοβουλευτικής θητείας.
- Τα τελευταία χρόνια, οι κυβερνήσεις «χτίζονται» χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη μέριμνα (τουλάχιστον όχι στον βαθμό που συνέβαινε παλαιότερα) στη γεωγραφική ισορροπία. Άλλωστε από το 2009 και μετά, λόγω των εξαιρετικά περιορισμένων δυνατοτήτων του προϋπολογισμού, το να είναι κάποιος υπουργός, αναπληρωτής ή υφυπουργός δεν σημαίνει ότι είναι σε θέση να ευνοεί την εκλογική του περιφέρεια με έργα ή άλλου είδους ενέργειες (όπως χρηματοδοτήσεις σε συλλόγους) – ακόμη κι αν το κάνει πάντως, τα περιθώρια είναι από πολύ μικρά έως απειροελάχιστα.
- Ενώ, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις των κομμάτων πριν τις εκλογές, ο αριθμός των μελών του υπουργικού συμβουλίου δεν έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αυτός που έχει αυξηθεί είναι ο αριθμός των εξωκοινοβουλευτικών υπουργών, άρα εκ των πραγμάτων μειώνεται ο αριθμός των βουλευτών - υπουργών.
- Επειδή από το φθινόπωρο του 2011, στην Ελλάδα υπάρχουν κυβερνήσεις συνεργασίας κι όχι μονοκομματικές, οι θέσεις των υπουργών κατανέμονται μεταξύ των κομμάτων, συνεπώς αυτές που αναλογούν σε κάθε κόμμα είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένες.
- Από το 2012 και μετά το πρώτο κόμμα στο Ν. Λάρισας, που αποτελεί και τον κορμό της εκάστοτε κυβέρνησης, εκλέγει δύο βουλευτές κι όχι 3-5 που εξέλεγαν τα κυβερνητικά κόμματα παλαιότερα. Όσο λιγότεροι οι κυβερνητικοί βουλευτές τόσο μικρότερες οι πιθανότητες να υπάρξει υπουργός από τον νομό.
- Η πολιτική ήταν, είναι και θα παραμείνει «υψηλή τέχνη», ωστόσο πλέον το να γίνει κάποιος υπουργός απαιτεί πολύ περισσότερα προσόντα απ’ ό,τι παλαιότερα. Ειδικά στα λεγόμενα «μνημονιακά» υπουργεία (αυτά που εμπλέκονται στην υλοποίηση του μνημονίου), θεωρούνται πλέον εκ των ων ουκ άνευ η άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας και η διαχειριστική επάρκεια με «βαρύ» βιογραφικό ή/και προϋπηρεσία εκτός συνόρων. Και στα υπόλοιπα υπουργεία, όμως, με δεδομένο ότι οι υπουργοί μετέχουν στα συμβούλια υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλο πιο συχνά έρχονται σε επαφή με εκπροσώπους διεθνών οργανισμών, η γνώση ξένων γλωσσών και η επιστημονική εξοικείωση με το αντικείμενο του υπουργείου «βαραίνει» ολοένα και περισσότερο στην απόφαση του (εκάστοτε) πρωθυπουργού όταν σχηματίζει την κυβέρνησή του. Εξαιρέσεις, βέβαια, υπάρχουν και ενδεχομένως να συνεχίσουν να υπάρχουν. Ωστόσο, όσο λιγότερα προσόντα έχει κάποιος βουλευτής τόσο λιγότερες θα είναι οι πιθανότητες να υπουργοποιηθεί εκτός αν είναι πρωτοκλασάτο στέλεχος του κόμματος.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΟΙ ΛΑΡΙΣΑΙΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Τέσσερις Λαρισαίοι πολιτικοί – εκλεγόμενοι στον νομό κατάφεραν να γίνουν υπουργοί στα 41 χρόνια της μεταπολίτευσης.
Αυτός που κυριαρχεί είναι αναμφίβολα ο κ. Γιώργος Σουφλιάς, ο οποίος θήτευσε υπουργός Εθνικής Οικονομίας (για ένα διάστημα και Τουρισμού), Οικονομικών, Παιδείας και ΠΕΧΩΔΕ στις κυβερνήσεις Τζ. Τζαννετάκη, Ξ. Ζολώτα, Κ. Μητσοτάκη και Κ. Καραμανλή του νεότερου (για την ιστορία, ο κ. Γ. Σουφλιάς από το 2004 έως το 2009 δεν ήταν βουλευτής εκλεγόμενος στον Ν. Λάρισας).
Ο κ. Γιάννης Φλώρος θήτευσε υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, ο κ. Θόδωρος Στάθης υπουργός Γεωργίας επίσης στις κυβερνήσεις Α. Παπανδρέου, ενώ ο κ. Φίλιππος Σαχινίδης υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του κ. Λουκά Παπαδήμου.
Οι προαναφερθέντες πολιτικοί θήτευσαν και αναπληρωτές υπουργοί ή και υφυπουργοί, θέσεις στις οποίες αξιοποιήθηκαν κατά καιρούς αρκετοί Λαρισαίοι βουλευτές χωρίς όμως να φθάσουν στο ανώτερο αξίωμα σ’ ένα υπουργείο.