ΑΘΗΝΑ
Η δίκη της ηγεσίας και στελεχών της Χρυσής Αυγής και η νομική τεκμηρίωση της απόφασης που θα λάβει το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για την «εγκληματική οργάνωση» και τις ενέργειές της θα έχει ποινική αλλά και πολιτική σημασία, καθώς για πρώτη φορά ένα ποινικό δικαστήριο θα απαντήσει αν η παρουσία του κόμματος στην πολιτική ζωή και στη Βουλή έγινε με «καταχρηστική άσκηση δικαιώματος στην ίδρυση κόμματος».
Το ερώτημα και εντέλει διακύβευμα της δίκης, που ξεκινά τη Δευτέρα, τέθηκε από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Ισίδωρο Ντογιάκο με την πρότασή του για την μεγάλη υπόθεση.
Η, τεράστιας πολιτικής σημασίας, διάσταση της δίκης της Χρυσής Αυγής είναι η απάντηση που θα δώσει το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων στη θέση που έχει εκφράσει ο κ. Ντογιάκος και οι δικαστές, οι οποίοι χειρίστηκαν την έρευνα της Δικαιοσύνης για την Χρυσή Αυγή.
Ο εισαγγελέας αναφέρει σε ειδικό κεφάλαιο στην πρότασή του ότι η «ένωση προσώπων» που «υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος» δεν εξυπηρετεί τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα στην ίδρυση κόμματος.
Η θέση του εισαγγελικού λειτουργού είναι πως δεν πρόκειται για νόμιμο ένα κόμμα, που επιδιώκει την επίτευξη των στόχων του με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας. Στη δικογραφία για την υπόθεση αναφέρεται διαρκώς πως «η ολιγομελής ναζιστικού τύπου ομάδα», που συγκροτείται στα τέλη του 1980 είναι η ίδια που μετεξελίσσεται σε κόμμα καταθέτοντας καταστατικό στον Άρειο Πάγο το 2012.
Όπως τονίζει ο εισαγγελέας αναφερόμενος στο αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης:
«...απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος είναι να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Κατά την εν λόγω συνταγματική επιταγή, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί νόμιμο πολιτικό κόμμα η ένωση προσώπων ή η οργάνωση η οποία, υπό τον μανδύα του πολιτικού κόμματος, επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας οποιουδήποτε πολίτη με πραγματικό σκοπό την τέλεση αξιοποίνων πράξεων και την περαιτέρω διασάλευση της δημόσιας τάξης.
Στην περίπτωση αυτή, η λειτουργία ενός τέτοιου κόμματος δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την οποιανδήποτε προσβολή, διακινδύνευση ή βλάβη των έννομων αγαθών των πολιτών, αλλά και των εννόμων συμφερόντων του Κράτους.
Ειδικότερα, όπως γίνεται δεκτό "…τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια δικαιούνται να κρίνουν και να θεωρήσουν και ένα πολιτικό κόμμα ως εγκληματική οργάνωση…", ενώ κατ' ερμηνεία τού ως άνω άρθρου του Συντάγματος γίνεται επίσης δεκτό ότι "το ίδιο το Σύνταγμα επομένως θέτει ως πρωταρχική προϋπόθεση για την υπόσταση και τη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος το να εξυπηρετεί η οργάνωση και η δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με άλλα λόγια, το Σύνταγμα λέει: Για να έχει αξίωση σεβασμού ένα πολιτικό κόμμα είναι ανάγκη να εξυπηρετεί με την οργάνωση και τη δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, κάτι που έρχεται σε διαμετρική αντίθεση με τη χρήση σωματικής ή ένοπλης βίας, την εκτόξευση απειλών κατά της ανθρώπινης ζωής και την επιδίωξη εγκληματικής δραστηριότητας.
Άλλωστε, σε μια τέτοια περίπτωση, όσοι άσκησαν το ατομικό δικαίωμα της ίδρυσης κόμματος με σκοπό τη διάπραξη κακουργημάτων έχουν ήδη προβεί σε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (άρθρο 25 άρ. 3 Συντ.: "Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται"), επειδή επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς από την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, επιδιώκουν την προσβολή των δικαιωμάτων άλλων ανθρώπων (ζωή, ιδιοκτησία - περιουσία, ελευθερία, κλπ) και παραβιάζουν έτσι το Σύνταγμα».
Σημειώνεται ότι η δίκη εισάγεται με ένα βούλευμα (αριθμ 215/2015) στο οποίο καταγράφεται η μειοψηφία του εισηγητή της υπόθεσης Νίκου Σαλάτα ως προς το βασικό αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης.
Ο εφέτης σε περίπου 30 σελίδες διατυπώνει την άποψη -που επικαλούνται και οι «διευθύνοντες την εγκληματική οργάνωση» νυν και πρώην βουλευτές- ότι η κατηγορία πρέπει να εκπέσει, καθώς δεν προκύπτει οικονομικό όφελος για τις παράνομες δραστηριότητες της ομάδας.
Κατά τον κ. Σαλάτα βάσει της σύμβασης του Παλέρμο, που υπέγραψαν 180 χώρες το 2000, η εγκληματική οργάνωση υφίσταται ως κατηγορία εφόσον από τη δραστηριότητα των μελών της προκύπτει οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος της ηγεσίας και των μελών της.
Η άποψη του κ. Σαλάτα, που θα κριθεί εντέλει από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, δεν έγινε δεκτή όχι μόνον από τα υπόλοιπα δύο μέλη του Συμβουλίου Εφετών, που παρέπεμψαν τους κατηγορούμενους της Χρυσής Αυγής, αλλά και από δεκάδες νομικούς, που τονίζουν ότι η Ελλάδα, από το 2001, αποσυνέδεσε με νόμο την εγκληματική οργάνωση από οικονομικά οφέλη των μελών της, καθώς ενέταξε στην κατηγορία και τρομοκρατικές ενέργειες.