ΑΘΗΝΑ
Ως έναν «καλό και αγαθό άνθρωπο» που παραπλανήθηκε από τον Άκη Τσοχατζόπουλο και «ενεπλάκη σε αυτή την καταραμένη υπόθεση, για να καταστραφεί πλήρως» περιέγραψε τον Γιώργο Σαχπατζίδη ο συνήγορός του Γιάννης Ηρειώτης.
Κατά την αγόρευση στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, η υπεράσπιση τόνισε ότι ο επιχειρηματίας είχε πλήρη άγνοια για την εγκληματική προέλευση του χρήματος από την πλευρά του Άκη Τσοχατζόπουλου και επεσήμανε ότι η εμπλοκή του είχε αυστηρά επιχειρηματικά κριτήρια.
«Ένα ψέμα είπε στη Βουλή και αυτό πληρώνει. Αρκούν οι 18 μήνες της προφυλάκισης, κατάλαβε το σφάλμα του» δήλωσε ο κ. Ηρειώτης, ζητώντας την απαλλαγή του εντολέα του αφού -όπως είπε- «δεν υπάρχουν τα στοιχεία για να καταδικαστεί».
Ο συνήγορος επιχείρησε να καταρρίψει τα περί συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, δόλου και συγκάλυψης ως προς το ξέπλυμα, τονίζοντας πως «δεν αντέχει στη λογική» ότι ο Σαχπατζίδης (που «εμφανίζεται» το 2006-2007) γνώριζε για τη συγκεκριμένη πράξη της δωροδοκίας, με συγκεκριμένο σκοπό, με συγκεκριμένο τρόπο, με συγκεκριμένους εμπλεκόμενους, και για συγκεκριμένα παράνομα ωφελήματα, με χρήμα από τα μαύρα ταμεία της Ferrostaal, το 1997.
Με το ίδιο σκεπτικό κινήθηκε ο συνήγορος και για τα χρήματα που προέρχονται από τη ρωσική Antey για τα Tor-Μ1. «Ποια στοιχεία θα έπρεπε να έχει ο Γιώργος Σαχπατζίδης για να γνωρίζει τι είχε συμβεί τόσα χρόνια πριν;» επεσήμανε ο κ. Ηρειώτης, καλώντας την έδρα να ταξιδέψει με τη μηχανή του χρόνου στο 2007, τότε που δεν υπήρχε «η παραμικρή υποψία».
Ο ίδιος εκτίμησε πάντως ότι η υπόθεση έχει οδηγηθεί στην κρίση της ελληνικής Δικαιοσύνης, «επειδή οι Γερμανοί αποφάσισαν να ερευνήσουν την υπόθεση των δωροδοκιών, εκ των υστέρων, και ενώ στο παρελθόν ήταν νόμιμες οι 'προμήθειες' στη χώρα τους. Αργότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε οδηγία και νόμο στον οποίο προσχώρησαν...».
Ο κ. Ηρειώτης επέμεινε ότι ο εντολέας του «βαρύνεται με μια άδικη, άτοπη, υπερβολική κατηγορία, και ενώ ποτέ μέχρι τα 64 χρόνια του δεν έχει κατηγορηθεί για τίποτε. Ξέρετε πολλούς επιχειρηματίες που να μην τους κυνηγούν ούτε για μια επιταγή;».
Βασικό επιχείρημα, μάλιστα, για την καθαρότητα Σαχπατζίδη, ήταν η σχέση του με τις τράπεζες. «Η συμπεριφορά του δίδει τα πλήρη αποδεικτικά στοιχεία της πορείας του χρήματος» τόνισε ο κ. Ηρειώτης. Και πρόσθεσε λίγο αργότερα: «Αν 'ήξερε', γιατί να χρησιμοποιήσει προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό για επιταγές μαύρου χρήματος, και να μην κάνει χρήση λογαριασμού της Torcaso; Για να μπλέξει;».
«Ήταν αδιανόητο να περάσει από το μυαλό του ότι τα χρήματα δεν προέρχονταν από fund, αλλά από μίζες» σημείωσε ο έτερος συνήγορος του Γ.Σαχπατζίδη, Βασίλης Αρβανίτης.
Ειδικά για το ακίνητο επί της λεωφόρου Κηφισιάς, το οποίο και πουλήθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, ο κ. Αρβανίτης υπογράμμισε ότι ο Σαχπατζίδης είχε πειστεί πως επρόκειτο για επιχειρηματικό πλάνο. «Γι' αυτό είχε δώσει προκαταβολή δύο εκατομμυρίων ευρώ μήνες πριν από την είσπραξη -Μάρτιο του 2007- του τιμήματος από τη Μονή» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Ανάγοντας τον ρόλο του εντολέα του σε ρόλο «διαχειριστή» και μόνον, ο κ. Αρβανίτης έδωσε το στίγμα ενός επιχειρηματία που περίμενε να ωφεληθεί από τον τότε κραταιό υπουργό, με σχέσεις που διέπονται -λόγω εποχής- από σχετική «χαλαρότητα στις συναλλαγές»: «Τα χρήματα έρεαν πολύ πιο εύκολα, τα εκατομμύρια ήταν τραπουλόχαρτα, οι τράπεζες έδιναν αφειδώς δάνεια» επισήμανε ο ίδιος καλώντας το δικαστήριο να πάει λίγα χρόνια πίσω.
Και ο κ. Αρβανίτης τόνισε ότι «ο Σαχπατζίδης καταστράφηκε σαρωτικά, ολοκληρωτικά μέσα από την εμπλοκή του στην υπόθεση» και ενώ ήταν ήδη επιτυχημένος, και σημείωσε ότι μέχρι τώρα έχει πληρώσει σε σχετικά πρόστιμα προς το ελληνικό Δημόσιο περίπου 3 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, τα ακίνητά του, αξίας 14 εκατ. ευρώ, έχουν δεσμευθεί.
Η υπεράσπιση στάθηκε ιδιαίτερα στην ανθρώπινη πλευρά του επιχειρηματία. «Βρίσκεται κοντά στην εκκλησία, έχει έντονο φιλανθρωπικό έργο. Φρόντιζε να τρέφονται καθημερινά 160 οικογένειες. Ξέρετε γιατί αποχώρησε από τα ΜΜΕ; έπρεπε να απολύσει προσωπικό». Και πρόσθεσε: «Άθελά του ενέπλεξε τη γυναίκα του και τα παιδιά του (συμμετέχουν σε εταιρείες) στην υπόθεση, θέλει να αγωνιστεί για να καθαρίσει το όνομά του, να μπορεί να κοιτάζει στα ματιά τους δικούς του ανθρώπους».