Συνέντευξη στον Αποστόλη Ζώη
Ο δημοσιογράφος Οδυσσέας Πανταζής αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τον φόνο του φίλου του Στέφανου Δενδρινού, αντιπρύτανη στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ο Στέφανος, σύμβολο της αντίστασης κατά της χούντας, βρίσκεται μπλεγμένος στη δίνη ενός σκανδάλου. Ο ανακριτής τον καλεί για κατάθεση, με την κατηγορία της υπεξαίρεσης κονδυλίων του πανεπιστήμιου που προορίζονταν για την έρευνα.
Η ηθική χρεοκοπία της γενιάς της μεταπολίτευσης, που ξεκίνησε με την ωραία ματαιοδοξία να αλλάξει τον κόσμο και διαλύθηκε σε μια μπελ επόκ της κατανάλωσης – άντεξε τη φάλαγγα και τον βούρδουλα, αλλά λύγισε στο βελούδινο χέρι. Η Ελλάδα της παρακμής και της διαφθοράς. Οι ποικίλες εκδοχές της έννοιας της πατρίδας, η διαμάχη Ανατολής-Δύσης, η φρίκη της βίας στην Ιστορία του εικοστού αιώνα. Πρόκειται για το βιβλίο «Το όνειρο του Οδυσσέα» από τις εκδόσεος «Μεταίχμιο» , όπου συγγραφέας είναι ο Μάκης Καραγιάννης.
Ο Μάκης Καραγιάννης γεννήθηκε στις Γούλες Κοζάνης το 1958. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι συνεκδότης του περιοδικού «Παρέμβαση» και συμμετείχε στη διεύθυνσή του (1988-1993). Έχει εκδώσει τη μελέτη «Η αισθητική της ιθαγένειας» (Παρέμβαση 2001), τη συλλογή διηγημάτων «Ο Καθρέφτης και το Πρίσμα» («Νεφέλη» 2007) και ασκεί συστηματικά κριτική βιβλίου από τις στήλες της εφημερίδας «Η Αυγή».
* Ποιος είναι ο κύριος θεματικός άξονας του βιβλίου σας «Το όνειρο του Οδυσσέα» από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο»;
-«Όταν το 2005 ξεκίνησα να γράφω το μυθιστόρημα έγραψα ως πρόχειρο τίτλο: «Το μυθιστόρημα της μεταπολίτευσης». Ήθελα να περιγράψω αυτή την περίοδο, γιατί μέσα μου είχε κατασταλάξει ένα αρνητικό συναίσθημα αγανάκτησης και απογοήτευσης για όσα συνέβαιναν. Ο βίος του πρωταγωνιστή νομίζω είναι χαρακτηριστικός. Ο Οδυσσέας, που είναι ο αφηγητής, ζει τη διάλυση του ονείρου μιας εποχής. Θέτει το ρώτημα πώς αναποδογυρίστηκαν οι αξίες; Περιγράφει τη χαμένη γενιά που ξεκίνησε κάποτε με την ωραία ματαιοδοξία να αλλάξει τον κόσμο, αλλά έμεινε στα μισά του δρόμου.
Όπως έγραψε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην κριτική του στο Βήμα «είναι µια τοιχογραφία της Μεταπολίτευσης, η οποία απλώνει τα φτερά της ως την κατοχική Θεσσαλονίκη µε το πογκρόµ των ναζιστών κατά των Εβραίων. Γύρω από το πρόσωπο του Δενδρινού θα συγκεντρωθούν όλες οι παθογένειες που αναπτύχθηκαν στο σώµα της ελληνικής κοινωνίας τα 30 τελευταία χρόνια: η δηµόσια ρεµούλα και ο παράνοµος ιδιωτικός πλουτισµός, η πανεπιστηµιακή διαφθορά, ο άγριος καταναλωτισµός, η διαπλοκή της παραοικονοµίας µε ποικίλα κυκλώµατα εξουσίας, η αδίστακτη εκµετάλλευση των µεταναστών, η πατριδοκαπηλία».
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη. Αν την επέλεξα ως σκηνικό της δράσης, είναι γιατί εδώ φαίνεται ανάγλυφα η ελληνική παθογένεια, το πνεύμα του εμφύλιου και του διχασμού Ανατολής - Δύσης που διατρέχει την ελληνική κοινωνία».
* Πώς κρίνετε την περίοδο της μεταπολίτευσης και τη γενιά που ξεκίνησε με όνειρα και φιλοδοξίες να αλλάξει τον κόσμο; Φταίει αυτή η γενιά για όλα ή οι παλαιοκομματικοί μηχανισμοί;
- «Ο Σεφέρης μιλώντας για τον Έλιοτ λέει ότι απέδωσε «το έπος ενός βασικού συναισθήματος μιας στιγμής της ιστορίας, ενός συναισθήματος που το νιώσαμε όλοι μας». Όμως, όσοι είναι παλιότεροι και έζησαν τη δεκαετία του ’70 θα θυμούνται ότι υπήρξαν και στην Ελλάδα τουλάχιστον δύο χρονολογίες – το 1974 και το 1981- όπου υπήρχε ένα τέτοιο βασικό συναίσθημα. Ότι ένας άλλος κόσμος -μια άλλη Ελλάδα- μπορούσε να γεννηθεί. Γιατί όμως φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση;
Τα τελευταία δυο χρόνια έχει αναπτυχθεί ένας δημόσιος διάλογος γύρω από τις ευθύνες της «γενιάς του Πολυτεχνείου». Ενδεικτικά αναφέρω μόνον τους Στέλιο Ράμφο, Νίκο Μπίστη, Ριχάρδο Σωμερίτη, Μίμη Σουλιώτη, Δημήτρη Σεβαστάκη, Κώστα Ιορδανίδη, Λαοκράτη Βάσση, κ. ά. Πρέπει να πούμε ότι δεν φταίει εκείνη για όλα όσα ακολούθησαν. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, δεν ήταν αυτή που είχε τον έλεγχο των πραγμάτων, αλλά οι παλαιοκομματικοί μηχανισμοί. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι δεν αντιστάθηκε. Αντίθετα, ενσωματώθηκε στα κόμματα και το σύστημα, συμβιβάστηκε, έχτισε και συνυπέγραψε τη σημερινή Ελλάδα της παρακμής.
Όμως παρά τις καίριες ευθύνες της ας μην σπεύσουμε να τη μετατρέψουμε βολικά σε αποδιοπομπαίο τράγο. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Στέφανος Δενδρινός, που συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και βασανίστηκε γι’ αυτό, υπέκυψε στο όνειρο του εύκολου χρήματος. Διέπραξε την ύβρη της απληστίας. Αλλά όπως λέει στο μυθιστόρημα και η Μιράντα ας μην βιαστούμε να τον καταδικάσουμε. «Ο ιατροδικαστής θα έκανε την εξής διάγνωση: υπερβολική δόση. Εµείς προσέχουµε, αλλά δεν είµαστε αδιάβροχοι». («Το όνειρο του Οδυσσέα» σελ.309 ) Οι αναμφισβήτητες ευθύνες της γενιάς του Πολυτεχνείου δεν αναιρούν τις ευθύνες των υπολοίπων. Το λάθος που αναζητά ο Οδυσσέας για λογαριασμό του Στέφανου είναι το κοινό λάθος των περισσότερων. Γιατί το ήθος που δυστυχώς κυριάρχησε στη μεταπολίτευση ήταν: γήπεδο, μπουζούκια -τα γνωστά πολιτιστικά κέντρα σύμφωνα με έναν λαοφιλή υπουργό-, επαναστατική ρητορεία, βόλεμα μέσα από το κόμμα, trash TV, νεοελληνική μαγκιά -«ξέρεις ποιος είμαι εγώ;».
«Μα πώς µας κατάντησε έτσι ο θρίαµβος της Δηµοκρατίας! Θυµάµαι την ηµέρα την πτώσης της χούντας. Τις σηµαίες που ανέµιζαν και τις προσδοκίες ότι ένας άλλος κόσµος ξηµερώνει. Ξεχάσαµε την ευθύνη µας. Τη συλλογικότητα. Τον πόνο του αδύνατου. Αυτό το νήµα που µας συνδέει µε την αξιοπρέπεια». (ό.π. σελ. 165 )».
* Πώς αναποδογυρίστηκαν οι αξίες;
- «Η ελληνική κοινωνία μοιάζει αγουροξυπνημένη από τον λήθαργο της μπελ εποκ, ενός καταναλωτικού ευδαιμονισμού που στηρίχτηκε στον υπερδανεισμό. Κι ενώ η περίοδος της μεταπολίτευσης ξεκίνησε με μεγάλες κουβέντες «για τα όνειρα που θα λάβουν εκδίκηση», κατέληξε σε εκείνα τα προεκλογικά πάρτι στις πλατείες με τους χιλιάδες συνενόχους, να κραδαίνουν τις πλαστικές σημαίες του πελατειακού κράτους. Που κίνητρό τους ήταν ο πιο χυδαίος ατομισμός για να νομιμοποιήσουν το αυθαίρετο εις βάρος του περιβάλλοντος, το καλό επίδομα εις βάρος των αδύνατων, τον διορισμό εις βάρος εκείνου που δεν έγλειφε. Η πολιτική ήταν ένα γιουρούσι για την κατάληψη του κρατικού ταμείου που ικανοποιούσε όλα τα βίτσια και τις ανάγκες με τα δανεικά των ευρωπαίων. Εν τέλει χρεοκόπησε όχι το δημόσιο αλλά ένας ολόκληρος τρόπος σκέψης, οργάνωσης και πολιτικής στην οποία στηρίχτηκε η μεταπολίτευση. Δεν πρόκειται μόνον για οικονομική χρεοκοπία, αλλά για την χρεοκοπία των μυαλών και των συνειδήσεων.
Κι έτσι η πρώτη ανάγκη που προβάλλει δραματικά, είναι να κατανοήσουμε. Να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα στο νέο πλαίσιο. Εν τέλει, προβάλλει η ανάγκη για ένα «Νέο Διαφωτισμό» που θα μας απαλλάξει όχι από τα χρέη αλλά τον τρόπο σκέψης που μας χρεοκόπησε. Που σημαίνει να αναδείξουμε το ψέμα στο οποίο ζούσαμε. Να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Να ξαναδώσουμε πάλι στις λέξεις την αλήθεια τους. Να αναδείξουμε τις αξίες που έσβησαν. Την αλληλεγγύη. Την εργασία. Την αξιοκρατία. Την ηθική. Την υπεράσπιση των αδύνατων. Έχουμε ανάγκη από αλήθεια. Όμως είναι οδυνηρή και κοστίζει».
* Πώς σχολιάζετε τους στίχους του Μπρέχτ «Ξέφυγε από τους καρχαρίες και νίκησε τους τίγρεις, την έφαγαν όμως οι κοριοί»;
- «Νομίζω ότι εκφράζει εύστοχα τη γενιά του Πολυτεχνείου. Άντεξε τον φάλαγγα και τον βούρδουλα αλλά απέτυχε στα εύκολα. Όπως λέει κι ο Μπρεχτ: «Ξέφυγε από τους καρχαρίες και νίκησε τους τίγρεις, την έφαγαν όμως οι κοριοί». Η γενιά του Δενδρινού, του ήρωα του μυθιστορήματος, άφησε στην άκρη το φωτοστέφανο και αναζήτησε με πάθος την κοινωνική άνοδο, το εύκολο χρήμα, τη γκλαμουριά και τη χλιδάτη ζωή, ξεχνώντας την ηθική και την κοινωνική της συνείδηση. Το πρώτο κεφάλαιο –όχι τυχαία - επιγράφεται «το βελούδινο χέρι». Ο «εχθρός» στην μεταπολίτευση σε χάιδευε στο μάγουλο, σου πρόσφερε θέσεις, αξιώματα και εύκολο χρήμα. Αυτό ήταν το πνεύμα της εποχής. Ο καημός των άλλων είναι μια αλήθεια. Αλλά «πόσοι είναι έτοιµοι να ζήσουν µε την αλήθεια; Η συµµόρφωση είναι αναπαυτική. Δεν έχεις παρά να αφήσεις τον εαυτό σου να τον παρασύρει το ρεύµα της εποχής. Η αλήθεια είναι κουραστική. Πρέπει να κωπηλατείς συνεχώς κόντρα στο ρεύµα». (ό.π. σελ. 214)».
* Γράφετε ότι «δεν μπορείς να γίνεις τίποτα, αν δεν φιλήσεις κατουρημένες ποδιές». Μπορείτε να αιτιολογήσετε τη γνώμη σας;
- «Το όνειρο του Νεοέλληνα της μεταπολίτευσης ήταν μια θέση στο Δημόσιο. Γλείφοντας το κόμμα κέρδιζες τη θέση εις βάρος των άλλων. Η άνοδος ενός δημοσιογράφου, όπως ήταν ο Οδυσσέας, γινόταν αν σιωπούσες και υπηρετούσες τα αφεντικά. Ακόμα και οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα για να προχωρήσουν έπρεπε να λαδώσουν και να φιλήσουν κατουρημένες ποδιές. Αυτά για τα οποία θα έπρεπε να ντρεπόμαστε -σε μια πλήρη αντιστροφή των λέξεων- τα είχαμε αναγάγει σε μαγκιά και καπατσοσύνη του νεοέλληνα. Επρόκειτο όχι για ατομικές αλλά για κοινωνικές συμπεριφορές «νομιμοποιημένες» από την πολιτική ρητορεία κα την πρακτική των κομμάτων».
* Και μια τελευταία ερώτηση. Εκτιμάτε ότι αυτή η κρίση αποτελεί και μια ευκαιρία για να βελτιωθούν πολλά πράγματα στην ελληνική κοινωνία;
- «Ναι, με μια προϋπόθεση. Ότι θα προηγηθεί η συνειδητοποίηση, η ερμηνεία της κρίσης, η συλλογική αυτογνωσία για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε, τι έφταιξε και τι θέλουμε. Η Ελλάδα πέρασε πιο δύσκολες εποχές, όπως ήταν η Μικρασιατική καταστροφή, αλλά επιβίωσε γιατί είχε συνείδηση και γλώσσα. Οι βασικές αντιλήψεις για την ελληνικότητα είναι αυτές που διαμόρφωσε ο Σεφέρης και ο Ελύτης. Μ’ αυτές πορευτήκαμε για δεκαετίες. Όμως «πώς έφτασε η Ελλάδα, που βηµάτιζε επί δεκαετίες µε την τραγική ανάσα, που έπνιγε τον καηµό της στα µοιρολόγια, που το κάθε σπίτι είχε και µια τραγική ιστορία αίµατος, να τελειώνει τον αιώνα µέσα στην ελαφρότητα και στον αµοραλισµό;» (ό.π. σελ. 310 ) Πώς μπορεί ένα έθνος που περιφρονεί τη γνώση και την παιδεία σαν κουλτουριάκα πράγματα, που διαμορφώνεται από την τηλεοπτική ελαφρότητα των πρωινάδικων, να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις; «Σήµερα, τρία λεπτά εµφάνισης στην τηλεόραση αξίζουν περισσότερο από όλους τους τόµους του Αριστοτέλη. Σηµασία έχει η φίρµα στο πουκάµισο. Το πετυχηµένο χρώµα βαφής των µαλλιών. Τα κονέ που θα µας αναδείξουν. Οι κάρτες που έχουµε στο πορτοφόλι. Ο κυρίαρχος λαός που αρέσκεται να διαδηλώνει καθηµερινά στους δρόµους έχει καταστρέψει µε τα αυθαίρετά του κάθε σπιθαµή του ελληνικού τοπίου που θαύµαζε ο Φλωµπέρ». (ό.π. σελ. 164 ) Όλα αυτά που μας πληγώνουν έκαναν την Μιράντα, μια ηρωίδα του μυθιστορήματος να αναφωνήσει: «Ο σύγχρονος Παρθενώνας μας είναι η διαφθορά. Μίζες, ρουσφέτι, γλείψιμο, υποκρισία. Θεέ μου! Πώς κατάντησες τους περήφανους Έλληνες!». (ό.π. σελ. 310 )
Η σημερινή κατάσταση θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία για αναστοχασμό. Να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και αναλάβουμε το κόστος των αλλαγών. Αν τα συνειδητοποιήσουμε όλα αυτά τότε, ναι, υπάρχει ελπίδα».