Αθήνα
Η δεκαετία 1999-2010 φαίνεται να είναι η περίοδος κατά την οποία διακινήθηκε το περισσότερο «μαύρο» χρήμα στην Ελλάδα με την αξιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σύμφωνα με εκτιμήσεις μελών της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
Η εκτίμηση αυτή διατυπώθηκε στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής την Τρίτη η οποία συνεκλήθη προκειμένου να εγκρίνει την ανασυγκρότηση της Αρχής με την τοποθέτηση 12 νέων τακτικών μελών.
Πρόκειται για πρόσωπα με μεγάλη εμπειρία κυρίως στον ελεγκτικό τομέα και θα πλαισιώσουν κρίσιμες μονάδες της Αρχής.
Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του Ιωάννη Κατσίπη, εφοριακού, υπαλλήλου του ΣΔΟΕ, πως το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικού εγκλήματος που υφίσταται στη χώρα μας, αφορά στη δεκαετία από το 1999 έως το 2010, οπότε, μέσω του τραπεζικού συστήματος, διακινήθηκε όλο το μαύρο χρήμα.
Τόσο ο ίδιος ο κ. Κατσίπης που τοποθετείται τακτικό μέλος της Μονάδας Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών της Αρχής, όσο και άλλοι συνάδελφοί του, επισήμαναν την αναγκαιότητα να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση προκειμένου να μην υπάρξει παραγραφή.
Η Βουλή έχει ήδη ψηφίσει διάταξη, σύμφωνα με την οποία πάει στα δύο χρόνια η παραγραφή για υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί εντολές ελέγχου μέχρι την 31.12.2013, ωστόσο τα νέα μέλη της Αρχής επισημαίνουν ότι πολλές υποθέσεις μέχρι το 2007 είναι κοντά στην παραγραφή και θα πρέπει το ΣΔΟΕ και η Αρχή εκεί να ρίξουν το μεγαλύτερο βάρος των ελέγχων.
Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ενημερώθηκε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα τόσο η Αρχή για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, όσο και οι άλλοι ελεγκτικοί μηχανισμοί του υπουργείου Οικονομικών σχετίζονται με την χρονική υστέρηση με την οποία οι τράπεζες ανταποκρίνονται στα αιτήματα και διαβιβάζουν στοιχεία για επίμαχους λογαριασμούς.
Ειπώθηκε, δηλαδή, στη διάρκεια της συνεδρίασης ότι τις περισσότερες φορές τα στοιχεία που διαβιβάζονται από τις τράπεζες είναι μη επεξεργάσιμα, ενώ οι καθυστερήσεις μπορεί για ένα αίτημα να φτάσουν και τον έναν χρόνο.
«Με αφορμή τη λίστα Λαγκάρντ, την προανακριτική επιτροπή και την οικονομική κρίση, ασκήθηκε πίεση στις τράπεζες να ανταποκρίνονται στα αιτήματα ελέγχου», είπε ο κ. Κατσίπης και ενημέρωσε ότι το μητρώο λογαριασμών, που, αυτή τη στιγμή, έχει μπει σε παραγωγική λειτουργία, παρέχει στους ελεγκτές τα στοιχεία που αφορούν στο υπόλοιπο των λογαριασμών, τους συνδικαιούχους και τα νούμερα των λογαριασμών.
Δεν περιλαμβάνονται, όμως, οι κρίσιμες πληροφορίες για την κίνηση των λογαριασμών, αλλά όπως έχουν δεσμευτεί οι τράπεζες, τα στοιχεία αυτά θα μπαίνουν στο μητρώο έως τις 30.09.2014.
«Αν οι κινήσεις των λογαριασμών μπουν στο σύστημα έως 31.12.2014 εμείς θα είμαστε ευτυχείς», είπε ο κ. Κατσίπης.
Την ανάγκη η Αρχή να υποβοηθεί περισσότερο από τα πιστωτικά ιδρύματα, επεσήμανε και ο Γιώργος Σαραντόπουλος, δικηγόρος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών που επίσης ορίστηκε τακτικό μέλος της Αρχής για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Η Χαρίκλεια Μαυρίδου, γενική διευθύντρια φορολογικής διοίκησης, ανέφερε ότι από τον Ιούλιο του 2013 που δημιουργήθηκε το ΚΕΦΟΜΕΠ (Κέντρο Ελέγχου Μεγάλου Πλούτου) έχει γίνει ανάλυση κινδύνου για τις 24.710 υποθέσεις οι οποίες είχαν βγάλει περίπου 9 δισ. στο εξωτερικό κατά το διάστημα 2009-2011.
Στοχεύσαμε κατ' αρχήν 436 υποθέσεις και συνολικά έως τώρα έχουμε στοχεύσει 1200 υποθέσεις, είπε η κ. Μαυρίδου και ενημέρωσε ότι οι έλεγχοι από τέτοιες υποθέσεις απέφεραν έσοδα που ξεπερνούν 200 εκατομμύρια ευρώ.
Όπως, εξάλλου, είπε, η εντατικοποίηση των ελέγχων έγινε περισσότερο μέσα στο 2014, με δεδομένη και την εντολή από τον υπουργό Οικονομικών ότι θα πρέπει μέχρι τέλος Μαϊου να έχει τελειώσει ο έλεγχος σε 500 υποθέσεις εμβασμάτων από αυτά που έφυγαν το 2009-2011.
Επιπλέον, ανέφερε, τον τελευταίο καιρό και η Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης δέχεται εντολές από τον εισαγγελέα τον κ. Αθανασίου, τον οικονομικό εισαγγελέα και έχουμε πάρει 80 υποθέσεις από τη λίστα Λαγκάρντ, οι οποίες αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη ελεγκτική.
Η κυρία Μαυρίδου επεσήμανε την ύπαρξη προβλημάτων στην νομοθεσία και στην έλλειψη προσωπικού με δεδομένο και το γεγονός ότι πριν λίγο καιρό οι οργανικές θέσεις των εφοριακών ήταν 17.000 και αυτή στιγμή έχουν απομείνει περί τους 8.000 εφοριακοί.
Όσο για τα στοιχεία από τις τράπεζες, όπως είπε, σίγουρα έχει βοηθήσει το μητρώο τραπεζικών λογαριασμών, διότι πλέον άμεσα ο κάθε ελεγκτής, πάντα με εντολή ελέγχου, μπορεί να δει τα υπόλοιπα λογαριασμών στο τέλος του έτους, εξέφρασε, όμως, παράλληλα την ελπίδα να αναλυτικά δεδομένα να φτάνουν συντομότερα στον ελεγκτικό μηχανισμό.