Η πλειοψηφία των δικαστών (σ.σ. μειοψήφισε ο πρόεδρος του Δικαστηρίου) έκρινε ότι οι συντάκτες των επίμαχων δημοσιευμάτων κινήθηκαν με γνώμονα το δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι οι δικαστικοί λειτουργοί από την πλευρά τους επικαλούμενοι τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επισημαίνουν ότι και τα όρια της κριτικής έναντι των πολιτικών και δημοσίων προσώπων είναι πιο «διευρυμένα».
Το πολυσέλιδο σκεπτικό της απόφασης επί της ουσίας υπερασπίζεται την ελευθερία του Τύπου.
Συγκεκριμένα στην απόφαση, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι:
Αληθή τα όσα αναφέρονται για τη σχέση με εταιρείες που εμπλέκονται στο Predator
♦ Όσον αφορά το θέμα, της σχέσης του ενάγοντα με εταιρίες που εμπλέκονταν με το κακόβουλο λογισμικό «Predator», «όπως φαίνεται από το περιεχόμενο του άρθρου γίνεται μία αναλυτική περιγραφή αληθών επιχειρηματικών μεταβιβάσεων, στη βάση της δημοσιογραφικής έρευνας για την λειτουργία του λογισμικού «Predator» στην Ελλάδα. Καθ’ όλη την έκταση του άρθρου καταδεικνύεται η σύνδεση του ενάγοντα με εταιρείες και πρόσωπα που φέρονται (από τη διατύπωση του άρθρου) να εμπλέκονται με την εισαγωγή και τη λειτουργία του λογισμικού, η οποία επισημαίνεται … από το σχετικό διάγραμμα που εκκινεί από φωτογραφία του ενάγοντα, συνδέεται με τα ενδιάμεσα φυσικά και νομικά πρόσωπα και καταλήγει στην εταιρεία «Intellexa», που αναγνωρίζεται ως αυτή που εμπορεύεται το λογισμικό «Predator»».
Στο συγκεκριμένο ζήτημα αναλώθηκε και σημαντικό μέρος των μαρτυρικών καταθέσεων κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, από τις οποίες η μάρτυρας του ενάγοντος δεν κατέθεσε κάποιο στοιχείο ενισχυτικό των ισχυρισμών του, ο δεύτερος μάρτυρας των εναγομένων Τάσος Τέλλογλου ανέπτυξε τη διαδρομή της δημοσιογραφικής έρευνας για την υπόθεση, ενώ ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος κατέθεσε ότι κατά την πείρα του ως συνταγματολόγου δεν υπερέβησαν οι συντάκτες του άρθρου τα όρια της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, δεν παρουσίασαν ενδείξεις ως γεγονότα, ούτε εκφράστηκαν με εξυβριστικό τρόπο προς τον ενάγοντα, επιφυλασσόμενος πάντως για τους τίτλους του πρωτοσέλιδου και των εσωτερικών σελίδων «Ο μεγάλος ανιψιός και ο μεγάλος αδερφός» και «Οι παρακολουθήσεις και ο Μεγάλος… Ανιψιός».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δικαστές δέχονται πως δεν υπήρχε ψευδές γεγονός σχετικά με τη διαδρομή φυσικών και νομικών εταιρειών που περιγράφεται στο άρθρο.
♦ Επιπλέον, κατά την κρίση της πλειοψηφίας δεν φαίνεται να υπήρχε κακόπιστη διάθεση των συντακτών του άρθρου προς τον ενάγοντα πριν τη δημοσίευση του άρθρου, προσθέτοντας πως χρησιμοποίησαν ήπιες εκφράσεις, έθεσαν τα ερωτήματα της δημοσιογραφικής έρευνας όπως επιτάσσει η δημοσιογραφική δεοντολογία και του παρείχαν προθεσμία ικανή για να απαντήσει, ενώ δήλωσαν την πρόθεσή τους να αναμείνουν μέχρι τη δημοσίευση του άρθρου, ώστε να ετοιμάσει τις απαντήσεις του.
Με βάση τα παραπάνω, στην προκειμένη περίπτωση η χρήση των εκφράσεων που συνοδεύουν το δημοσίευμα έχουν στενή νοηματική σύνδεση με το υπόλοιπο περιεχόμενό του και δεν στοιχειοθετεί άκριτη στοχοποίηση του ενάγοντας για πολιτικούς ή προσωπικούς».
Τέλος, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, ο οποίος μειοψήφισε είχε την άποψη ότι η αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή.