Κωνσταντινούπολη
Μήνυμα ενότητας της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας έστειλε ο Πάπας Φραγκίσκος την Κυριακή από το Φανάρι, ολοκληρώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την επίσκεψή του στην Τουρκία.
«Εάν υπάρχει κάτι που η Καθολική Εκκλησία επιθυμεί και εγώ επιδιώκω ως Επίσκοπος της Ρώμης, είναι η κοινωνία με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες» είπε ο Πάπας Φραγκίσκος στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, στη διάρκεια της πατριαρχικής και συνοδικής θείας λειτουργίας στο Φανάρι.
Στην λειτουργία παρέστη, ανάμεσα σε άλλους, και ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Βενιζέλος.
Στην κοινή διακήρυξη τονίζεται η ανάγκη για τη συνέχιση του ενδοχριστιανικού διαλόγου στην παράδοση που έχει ξεκινήσει μετά την άρση σχίσματος, αλλά και για πρώτη φορά τίθενται ευθέως πολιτικά ζητήματα, όπως η επιβίωση των χριστιανών της Μέσης Ανατολής.
Ο Πάπας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος καταδίκασαν τους διωγμούς των θρησκευτικών μειονοτήτων στη Μέση Ανατολή και κάλεσαν να υπάρξει διάλογος με τους μουσουλμάνους.
Σε κοινή διακήρυξή τους, οι δύο θρησκευτικοί ηγέτες δήλωσαν ότι δεν θα δεχτούν μία «Μέση Ανατολή χωρίς χριστιανούς».
«Εκφράζουμε την κοινή μας ανησυχία για την κατάσταση στο Ιράκ, τη Συρία και όλη τη Μέση Ανατολή» αναφέρει η διακήρυξη.
«Πολλοί από τους αδελφούς και τις αδελφές μας διώκονται και έχουν οδηγηθεί με τη βία μακριά από τα σπίτια τους. Μοιάζει ακόμα και να έχει χαθεί η αξία της ανθρώπινης ζωής, να μην μετρά πια ο άνθρωπος και να μπορεί να θυσιάζεται από άλλα συμφέροντα. Και η τραγωδία είναι ότι αυτό συναντά την αδιαφορία πολλών» αναφέρει η διακήρυξη. Οι δύο θρησκευτικοί ηγέτες ζήτησαν να υπάρξει «κατάλληλη απάντηση από τι διεθνή κοινότητα».
Οι δύο θρησκευτικοί ηγέτες προσευχήθηκαν και για την ειρήνη στην Ουκρανία και κάλεσαν όλες τις πλευρές «να επιλέξουν την οδό του διαλόγου και του σεβασμού της διεθνούς νομοθεσίας, προκειμένου να μπει τέλος στη διαμάχη και να μπορούν όλοι οι Ουκρανοί να ζουν αρμονικά».
Μετά την υπογραφή της κοινής διακήρυξης ακολούθησε γεύμα στο οποίο παρακάθισε και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Βενιζέλος. Μετα το πέρας του γεύματος ο Πάπας ολοκλήρωσε την επίσκεψή του και αποχώρησε εν μέσω κωδωνοκρουσιών και ισχυρών μέτρων ασφαλείας.
Ο Πάπας Φραγκίσκος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, συνεχίζοντας την παράδοση που έχει ξεκινήσει, με την άρση του σχίσματος ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία και τον θεολογικό διάλογο που άρχισε με τις συναντήσεις του Πατριάρχη Αθηναγόρα και του Πάπα Παύλου του 6ου, τη δεκαετία του '60.
Διάλογος «κωφών» με Τουρκία
Κι ενώ Πάπας και Πατριάρχης διακήρυτταν την ενότητα, η πρώτη επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στην Τουρκία έδωσε την ευκαιρία για ένα πολιτικό διάλογο «κωφών» μεταξύ του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υποστηρικτή της συμμαχίας των θρησκειών εναντίον της τρομοκρατίας, και των αρχών της Άγκυρας, οι οποίες επιμένουν να καταγγέλλουν την ισλαμοφοβία, αναφέρουν οι αναλυτές.
Μέσα στην πολυτέλεια του καινούριου και πολύ αμφιλεγόμενου τουρκικού προεδρικού μεγάρου, η αντίθεση ήταν εντυπωσιακή. Αμφότεροι εκνευρισμένοι παρά τις συνήθεις ευγένειες και τα χαμόγελα, ο ποντίφικας και ο τούρκος οικοδεσπότης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απήγγειλαν καθένας την ομιλία του, χωρίς να φανεί πως υπάρχει κάποιο σημείο επαφής.
«Ο Πάπας εκφράσθηκε στο πλαίσιο μιας ποιμενικής προοπτικής, ενώ ο πρόεδρος έβγαλε έναν πολύ πολιτικό λόγο», συνόψισε πολύ διπλωματικά για τους δημοσιογράφους ο εκπρόσωπος του Βατικανού, ο ιερέας Φεντερίκο Λομπάρντι.
Η ομιλία του Φραγκίσκου ήταν ευγενική, αλλά αυστηρή. Υπογράμμισε τη θέση της Τουρκίας ως «φυσικής γέφυρας» ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή και επέμεινε στο ρόλο προτύπου που πρέπει να διαδραματίσει σε ό,τι αφορά το διάλογο μεταξύ των πολιτισμών.
Ο αργεντινός πάπας κατήγγειλε επίσης τη νομική θέση της μικροσκοπικής χριστιανικής κοινότητας, η οποία έχει μόλις 80.000 μέλη σε μια Τουρκία με συντριπτική μουσουλμανική πλειοψηφία και γίνεται ανεκτή από τις αρχές, όμως εξακολουθεί να μην έχει επίσημο καθεστώς.
Η ομιλία αυτή, στην οποία επέμεινε στην κοινή κληρονομιά του χριστιανισμού και του ισλάμ, φαίνεται πως μικρή απήχηση βρήκε στις τουρκικές αρχές.
Σε εντελώς διαφορετικό ύφος, ο Ερντογάν επιδόθηκε σε ένα ανελέητο κατηγορώ εναντίον της ανόδου της ισλαμοφοβίας, της καταπίεσης των μουσουλμάνων στη Δύση και της «κρατικής τρομοκρατίας» που υποστήριξε πως ασκούν το συριακό καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ και το Ισραήλ στη Γάζα.
Ήταν μια πολύ επιθετική ομιλία στην οποία το Ισλάμ εμφανιζόταν στο ρόλο του θύματος, ενώ οι καταχρήσεις εναντίον των χριστιανών του Ιράκ ή της Συρίας μόλις που αναφέρθηκαν.
Στον ίδιο τόνο, ο υψηλότερος τούρκος θρησκευτικός αξιωματούχος, ο Μεχμέντ Γκιορμέζ, καταφέρθηκε επίσης εναντίον της «ισλαμοφοβικής παράνοιας» που, όπως υποστήριξε, χρησιμεύει ως πρόσχημα «για μαζικές πιέσεις, εκφοβισμούς, επιθέσεις εναντίον των αδελφών μας που ζουν στη Δύση».
Και μολονότι κατήγγειλε τις «εντελώς απαράδεκτες» πράξεις των ισλαμιστών στο Ιράκ ή τη Συρία, ο Γκιορμέζ τις απέδωσε σε «πληγωμένα πνεύματα», ώστε να υπογραμμίσει για άλλη μια φορά την ευθύνη της Δύσης για την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού.