ΑΘΗΝΑ
«Με το ξέσπασμα της κρίσης πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν να χάσουν μαζί με τα σπίτια και τον τόπο της διαβίωσής τους: τον τόπο όπου ζούσαν και ανέπνεαν καθημερινά. Αυτό το μέγεθος της απουσίας προσπάθησα να σκιαγραφήσω στο Σάνσετ Παρκ, ένα μυθιστόρημα που είναι γραμμένο πάνω στην κόψη των γεγονότων. Ένα μυθιστόρημα που αντίθετα με άλλα βιβλία μου δεν καταγίνεται με το παρελθόν, μακρινό ή κοντινό, αλλά με το άμεσο παρόν, το οποίο και παρουσιάζει μέσα από πολλαπλές οπτικές γωνίες». Έτσι περιέγραψε ο Πολ Όστερ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, συζητώντας με τον Ηλία Μαγκλίνη, το Σάνσετ Παρκ, που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση Σπύρου Γιανναρά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Παρακολουθώντας στην κατάμεστη αίθουσα της Στέγης (είχαν γεμίσει και τα δύο θεωρεία) σύντομα αποσπάσματα από ντοκιμαντέρ, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, που λειτούργησαν σαν εισαγωγή για τις δημοσιογραφικές ερωτήσεις, ο Όστερ εξήγησε πως του αρέσει να αλλάζει ύφος και κλίμα από βιβλίο σε βιβλίο, δοκιμάζοντας κάθε τόσο μια καινούργια προσέγγιση: «Έχω γράψει πολλά μυθιστορήματα, όπως και αρκετά αυτοβιογραφικά βιβλία, αλλά κάνω πάντα μια σαφή διάκριση ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και το μυθιστόρημα. Τα αυτοβιογραφικά μου έργα δεν έχουν ούτε ένα επινοημένο στοιχείο. Μπορεί η μνήμη μου να μοιάζει αναξιόπιστη, να παρουσιάζει κενά ή να μην ανακαλεί τις καταστάσεις όπως ακριβώς συνέβησαν, αλλά στην αφήγησή μου δεν υπάρχει κανένα ψέμα. Από την άλλη μεριά, τα μυθιστορήματά μου δεν είναι αυτοβιογραφικά, αλλά προβάλλοντας τον πραγματικό κόσμο στο πεδίο της φαντασίας κάνουν τους ανθρώπους να φαίνονται πιο ζωντανοί από την πραγματικότητα».
Διηγούμενος ένα επεισόδιο της εφηβικής του ηλικίας, όταν μια παρέα αγοριών έπεσε σε θύελλα με αποτέλεσμα ένα από τα παιδιά να πέσει νεκρό, ο Όστερ είπε πως αυτό ήταν απολύτως καθοριστικό για τον ίδιο: πρώτη φορά έβλεπε νεκρό και πρώτη φορά συνειδητοποιούσε την αστάθεια και τη ρευστότητα της ζωής. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που η απώλεια αποτελεί ένα από τα βασικά μοτίβα του έργου του: «Η απώλεια και ο θάνατος είναι το σκληρότερο χτύπημα που μπορεί να δεχτούμε».
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο Όστερ δεν δίστασε να μιλήσει για τις παγκόσμιες διαστάσεις της κρίσης: «Ο καπιταλισμός έχει κατακλύσει στις ημέρες μας τα πάντα. Οι πλούσιοι γίνονται καθημερινά πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Όσο για τις κινητοποιήσεις των νέων σε διεθνές επίπεδο, από την Ισπανία και την Αίγυπτο μέχρι τη Ρωσία, κανένας δεν έχει εισακουστεί μέχρι σήμερα μολονότι το αίτημά τους είναι αυτονόητο: μια δουλειά σύμφωνη με τη μόρφωση που έχουν αποκτήσει».
Ο Όστερ αναφέρθηκε και στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ, μιλώντας για την τεράστια εχθρότητα την οποία έχουν αναπτύξει οι Ρεπουμπλικανοί εις βάρος των Δημοκρατικών. Οι Ρεπουμπλικανοί θέλουν να δέσουν τα χέρια του Ομπάμα και να καταστρέψουν το έργο του ενώ η «χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Ποτέ άλλοτε οι δύο παρατάξεις δεν είχαν συγκρουστεί σε τέτοιο επίπεδο. Στις ημέρες μας δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε επί της εξωτερικής πολιτικής για την οποία σε άλλες εποχές σχεδόν ομονοούσαν».
Σε ερώτηση για πώς μπορούν δύο συγγραφείς να ζουν κάτω από την ίδια στέγη (ο Όστερ είναι παντρεμένος εδώ και πολλά χρόνια με τη μυθιστοριογράφο Σίρι Χούσβεντ), ο Αμερικανός συγγραφέας ήταν ξεκάθαρος: «Οι περισσότεροι πιστεύουν πως είναι από δύσκολο έως ακατόρθωτο να συγκατοικήσουν δύο συγγραφείς. Τα 34 χρόνια κοινής ζωής με τη Σίρι αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Συζητάμε για πλήθος πραγμάτων και σχολιάζουμε συχνά τα γραπτά ο ένας του άλλου. Με ενδιαφέρει πολύ να ακούσω τη γνώμη της γιατί ένας συγγραφέας είναι πριν και πάνω από όλα καλός αναγνώστης. Κι ένας καλός αναγνώστης είναι το ίδιο καλός ερμηνευτής και κριτής».