Η έρευνα δείχνει ότι η κυβέρνηση ήδη μετρά τις πρώτες σαφείς εκλογικές απώλειες, τουλάχιστον σε δημοσκοπικό επίπεδο, από τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, τις πυρκαγιές, τις πλημμύρες, τα προβλήματα στην αντίδραση του κρατικού μηχανισμού, αλλά και από την αύξηση της ακρίβειας και ένα κλίμα απαισιοδοξίας για την κατάσταση της οικονομίας.
Ωστόσο, προς το παρόν αυτό δεν μεταφράζεται σε μια ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, με τη διαδικασία εκλογής να μην έχει λειτουργήσει ακόμη ως προωθητική δύναμη. Αντίθετα, τα αποτελέσματα δείχνουν παραπέρα εκλογική υποχώρηση και μια συνθήκη κρίσης στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Ωστόσο, ας σημειώσουμε ότι η δημοσκόπηση έγινε αμέσως πριν και αμέσως μετά την εκλογή Κασσελάκη και χωρίς ο νέος ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ να έχει δείξει πλήρως το πολιτικό του στίγμα. Οπότε θα μπορούσαν τα ευρήματα της έρευνας να θεωρηθούν και ένα «στιγμιότυπο».
Πάντως έχει σημασία ότι ο Κασσελάκης εμφανίζει τη μικρότερη δημοτικότητα νεοεκλεγέντα ηγέτη μείζονος κόμματος στην πρόσφατη πολιτική ιστορία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά το κόστος των μεγάλων φυσικών καταστροφών, παραμένει ο πλέον δημοφιλής πολιτικός με 45% θετικές γνώμες έναντι 53% αρνητικών, ενώ ιδιαιτέρως δημοφιλής είναι και ο γενικός γραμματέας της ΚΕ της ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, με 40% θετικές γνώμες και 50% αρνητικές.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει 37% θετικές γνώμες και 54% αρνητικές, ενώ και η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει 35% θετικές και 58% αρνητικές.
Αντιθέτως, ο Στέφανος Κασσελάκης έχει μόνο 31% θετικές γνώμες, με τις αρνητικές να φτάνουν το 54%.
Το ποσοστό του Στέφανου Κασσελάκη κρίνεται ιδιαίτερα χαμηλό – έστω και με συνυπολογισμό της παραμέτρου ότι είναι ένας άνθρωπος άγνωστος στο ευρύ κοινό μέχρι πρόσφατα – εάν δούμε ότι παραδοσιακά οι νεοεκλεγέντες ηγέτες κομμάτων τείνουν να έχουν ιδιαίτερα υψηλές δημοτικότητες. Ενδεικτικά ο Αλέξης Τσίπρας είχε 65% το Μάρτιο του 2008, ο Κυριάκος Μητσοτάκης 58% τον Ιανουάριο του 2016 και ο Νίκος Ανδρουλάκης 55% τον Δεκέμβριο του 2021.
Σε σχέση με την πρόθεση ψήφου, η δημοσκόπηση δείχνει ότι το κλίμα απαισιοδοξίας και η δυσαρέσκεια για την οικονομία και για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών αποτυπώνεται και δημοσκοπικά, με τη ΝΔ να υποχωρεί 4,2% σε σχέση με την προηγούμενη δημοσκόπηση (29,7% έναντι 33,9%).
Όμως, ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ τα πάει ιδιαίτερα καλά, καθώς από το 15,2% υποχωρεί στο 13,7%. Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ ανεβαίνει στο 10,6% από 9,6% και το ΚΚΕ από το 6,5% πηγαίνει στο 6,5%.
Επειδή, η έρευνα έγινε πριν και μετά την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, η Metron Analysis παρουσιάζει τις αποκλίσεις πριν και μετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ελάχιστα ενισχυμένος, πολύ λιγότερο σε σχέση με τη ΝΔ ή το ΚΚΕ, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι τα προβλήματα στην απήχηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης παραμένουν ενεργά.
Η ΝΔ διατηρεί υψηλότερη συσπείρωση στο 82%, σχετικά υψηλά και το ΠΑΣΟΚ με 79%, ενώ ενδεικτική των προβλημάτων του ΣΥΡΙΖΑ η συσπείρωση στο 74%. Ενδιαφέρον έχει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τις μεγαλύτερες «διαρροές» προς το ΚΚΕ και ακολουθούν η Ελληνική Λύση και η Πλεύση Ελευθερίας.
Όλα αυτά αποτυπώνονται και στο πώς διαμορφώνεται η εκτίμηση ψήφου της Metron Analysis. Σύμφωνα με αυτή η ΝΔ υποχωρεί πάνω από 4% στο 36,4%, στοιχείο που καταγράφει πραγματικό πολιτικό κόστος. Όμως, δεν δείχνει να ωφελείται ο ΣΥΡΙΖΑ που επίσης υποχωρεί κατά 1%. Αντιθέτως, ενισχύονται το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ και στο ευρύτερο φάσμα της Ακροδεξιάς η Ελληνική λύση.
Ενδιαφέρον και η ερώτηση που αφορά τα όρια εκλογικής επιρροής, γιατί εκεί φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα που θα μπορούσαν να ψηφίσουν οι ψηφοφόροι (και αντίστοιχα δεν θα το ψήφιζαν ποτέ) δείχνει να έχει μικρότερα όρια επιρροής όχι μόνο από τη ΝΔ αλλά και από το ΠΑΣΟΚ.
Στις αυθόρμητες απαντήσεις για το ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός και ποιος εγγυάται καλύτερα την ομαλή λειτουργία των θεσμών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί ένα σαφές προβάδισμα. Όμως, έχει ενδιαφέρον ότι είναι ιδιαίτερα υψηλό το ποσοστό και των απαντήσεων «κανένας».
ΜΙΑ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
Είναι σαφές ότι η έρευνα συγκεφαλαιώνει δυναμικές που θα τις δούμε και την επόμενη περίοδο, όπως είναι η αυξημένη δυσαρέσκεια για την οικονομία αλλά και την αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου, που ήδη έχει επιπτώσει στην εκλογική επιρροή της ΝΔ.
Ταυτόχρονα, όμως, αποτυπώνει και τη μεταιχμιακή στιγμή για τον ΣΥΡΙΖΑ, που περνά όλους τους κραδασμούς της αλλαγής ηγεσίας και του τέλους της «εποχής Τσίπρα», με τον συνδυασμό ανάμεσα σε μια αίσθηση κρίσης και την εμφάνιση ενός νέου και ακόμη επί της ουσίας άγνωστου για την κοινωνία ηγέτη να μην μπορεί να ανακόψει την εκλογική υποχώρηση.
Αυτό γεννά κέρδη για άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, όμως δεν διαμορφώνει ακόμη δυνατότητες συνολικότερης ανατροπής των συσχετισμών των εκλογών του Ιουνίου.