κακοκαιρία «Daniel» στους νομούς της Θεσσαλίας, που εκτός από τις άμεσες γεωργικές απώλειες διαχέονται στην τιμολόγηση και στην ασφάλεια των τροφίμων, στον τουρισμό, ακόμη και στο διεθνές εμπόριο, προχωράει μέσω του iefimerida.gr ο Γιώργος Ατσαλάκης, αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης στο Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης. Η πιο άμεση και ορατή οικονομική επίπτωση των πλημμυρών, σύμφωνα με τον κ. Ατσαλάκη, είναι η απώλεια των καλλιεργειών και των κτηνοτροφικών μονάδων. Υπάρχει εκτίμηση ότι περισσότερα από 700.000 από τα 5 εκατ. στρέμματα του Θεσσαλικού Κάμπου έχουν καλυφθεί με νερό, έχουν καταστραφεί πολλές κτηνοτροφικές μονάδες, αροτραίες και δενδρώδεις καλλιέργειες και βοσκοτόπια. Τα νερά της πλημμύρας όχι μόνο ξεπλένουν τις ώριμες καλλιέργειες, αλλά και διαβρώνουν το γόνιμο φυτικό έδαφος, επηρεάζοντας τους μελλοντικούς κύκλους καλλιέργειας. Ο αντίκτυπος στους αγρότες είναι άμεσος και καταστροφικός. Υφίστανται απώλειες εσόδων και μπορεί να χρειαστεί να καταφύγουν σε δάνεια για να συντηρήσουν τα προς το ζην. Η έλλειψη συγκομιδής ή η αδυναμία πώλησης των φυτευθέντων ή αποθηκευμένων προϊόντων αφήνουν τους αγρότες χωρίς χρήματα για αγορά σπόρων, λιπάσματα και γεωργικό εξοπλισμό, καθιστώντας τις μελλοντικές σοδειές αβέβαιες.
Αγροτική και κτηνοτροφική απώλεια
Στην έκταση της Θεσσαλίας κυριαρχούν οι αροτραίες καλλιέργειες (το 80% περίπου των καλλιεργούμενων εκτάσεων). Η καλλιέργεια σκληρού σιταριού υπερτερεί σήμερα σε ποσοστό 30%, ακολουθεί το βαμβάκι µε ποσοστό 28%. Πανελλαδικά, ο Θεσσαλικός Κάμπος κατέχει την πρώτη θέση στην παραγωγή κριθαριού και του σκληρού σιταριού. Παράγει το 38% του βαμβακιού και το 52% της βιομηχανικής ντομάτας. Η παραγωγή φρούτων και ξηρών καρπών -αχλάδια, μήλα, κάστανα, καρύδια κ.λπ.- αποτελούν πολύ σημαντική παραγωγή, με ποσοστά πολλές φορές πάνω από 50%. Επίσης, έχει σημαντική παραγωγή βοοειδών (πάνω από 18%), πολύ υψηλή θέση στη χοιροτροφία στα αιγοπρόβατα, και πρώτες θέσεις στην παραγωγή πρόβειου και κατσικίσιου γάλακτος. Στην παραγωγή τυροκομικών προϊόντων παράγει το 40% των μαλακών τυριών, όπως επίσης και το 25% των σκληρών τυριών, με σημαντικές εξαγωγές.Ζημιές σε υποδομές
Πέρα από τις ίδιες τις καλλιέργειες, οι γεωργικές υποδομές όπως τα συστήματα άρδευσης, οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης, ο αγροτικός εξοπλισμός, το ζωικό κεφάλαιο, οι εγκαταστάσεις εσταυλισμού, έχουν υποστεί ζημιές από τις πλημμύρες. Οι επισκευές και οι αντικαταστάσεις απαιτούν κεφάλαια, προκαλώντας αυξημένα χρέη για τους αγρότες. Αυτό καθυστερεί επίσης την επανέναρξη των αγροτικών δραστηριοτήτων, ασκώντας περαιτέρω οικονομική πίεση στον αγροτικοκτηνοτροφικό τομέα και σε όσους εξαρτώνται από αυτόν για την απασχόληση. Επίσης, επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό με αναζήτηση κεφαλαίων για την αποκατάσταση των ζημιών, σήμερα που το κόστος δανεισμού έχει τριπλασιαστεί σε σχέση με το παρελθόν. Σημαντική ζημιά έχει υποστεί και ο τουριστικός κλάδος, με σημαντικές υποδομές να καταστρέφονται και αφίξεις να ακυρώνονται.Αύξηση των τιμών των τροφίμων
«Είναι λογικό να αναμένουμε υψηλότερες τιμές τροφίμων, καθώς ο εφοδιασμός της αγοράς με τρόφιμα θα στερηθεί πολύ σημαντικές ποσότητες τροφίμων. Η ανισορροπία κάθε αγοράς δημιουργείται όταν η προσφερόμενη ποσότητα δεν συναντά τη ζητούμενη ποσότητα. Στον τομέα των τροφίμων η θεσσαλική καταστροφή δημιουργεί έλλειψη της προσφοράς, με αποτέλεσμα σε πρώτη φάση την άνοδο των τιμών», τονίζει ο γνωστός οικονομολόγος. Καθώς οι διατροφικές αλυσίδες εφοδιασμού διαταράσσονται, το κόστος μεταφοράς των υπόλοιπων αποδόσεων αυξάνεται, συντελώντας στην αύξηση των τιμών των τροφίμων. Για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος που ξοδεύουν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους σε τρόφιμα, αυτό αποτελεί σημαντική οικονομική επιβάρυνση. Ήδη, ο πληθωρισμός των τροφίμων τον περασμένο Ιούλιο έφθασε στο 12,30%. Η έλλειψη των θεσσαλικών τροφίμων θα ωθήσει προς τα πάνω τον πληθωρισμό στα τρόφιμα.
Ανησυχίες για την ασφάλεια των τροφίμων
Η καταστροφή μεγάλων εκτάσεων γεωργικής γης ενέχει σοβαρούς κινδύνους τόσο για την τοπική όσο και για την εθνική επισιτιστική ασφάλεια. Οι ελλείψεις σε βασικές καλλιέργειες μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένη εξάρτηση από εισαγωγές, μεταβάλλοντας δυσμενώς το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Σε ακραίες περιπτώσεις, η έλλειψη τροφίμων μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή.
Επιπτώσεις στην αγορά αγροτικής εργασίας
Ο αγροτικός τομέας είναι σημαντικός εργοδότης στην οικονομία μας, καθώς απασχολεί περίπου το 12% του εργατικού δυναμικού. Οι πλημμύρες οδηγούν σε ξαφνική συρρίκνωση σε αυτή την αγορά εργασίας λόγω απώλειας καλλιεργειών και του χρόνου διακοπής που απαιτείται για την επισκευή των υποδομών. Αυτή η εκροή εργατικού δυναμικού μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα ποσοστά ανεργίας, απαιτώντας κρατική παρέμβαση με τη μορφή επιδομάτων ανεργίας ή προγραμμάτων επανεκπαίδευσης, επιβαρύνοντας έτσι τα δημόσια οικονομικά.
Μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις
Οι πλημμύρες μπορούν να προκαλέσουν μακροχρόνια υποβάθμιση των γεωργικών εκτάσεων, συμπεριλαμβανομένης της διάβρωσης του εδάφους και της αυξημένης αλατότητας, καθιστώντας τα λιγότερο παραγωγικά για μελλοντική καλλιέργεια. Αυτό έχει τη δυνατότητα να μειώσει τη συνεισφορά του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ μακροπρόθεσμα, απαιτώντας είτε τεχνολογικές λύσεις είτε στροφή σε εναλλακτικές μορφές χρήσης γης, που απαιτούν επενδύσεις και χρόνο. Στη Θεσσαλία εγκαταλείπονται υδρόφιλες καλλιέργειες (εαρινές) για χάρη χειμερινών σιτηρών και εν γένει ξερικών, κι αυτό διαφοροποιεί το μικροκλίμα και χάνεται η γονιμότητα το εδάφους.
Ασφαλιστικές επιπτώσεις
Η κυβέρνηση χρειάζεται να παρέμβει με πακέτα αρωγής και επιδοτούμενα δάνεια για να σώσουν τον αγροτικό τομέα μετά τις πλημμύρες. Τέτοιες παρεμβάσεις δεν είναι απλώς άμεσες. Διαμορφώνουν, επίσης, κατευθύνσεις πολιτικής σχετικά με τη χρήση γης, την αντιπλημμυρική άμυνα και την ασφάλιση. Μια τάση προς πιο βιώσιμη γεωργία και ολοκληρωμένα συστήματα ασφάλισης έναντι πλημμύρας θα μπορούσε να είναι επωφελής, αλλά συνοδεύεται από σημαντικές προκλήσεις και κόστος. Ίσως θα πρέπει να δούμε τη διάθεση σημαντικών κονδυλιών για αντιπλημμυρικά έργα. Παράλληλα, σύμφωνα με τον κ. Ατσαλάκη, σε μακροοικονομική κλίμακα, η χώρα μας, που βασίζεται περίπου 4% στη γεωργία για το ΑΕΠ της, θα παρουσιάσει πτώση του εμπορικού της ισοζυγίου, καθώς θα μειωθούν οι εξαγωγές και θα αυξηθούν οι εισαγωγές τροφίμων. Αυτό έχει επιπτώσεις στα συναλλαγματικά διαθέσιμα. Επιπλέον, ο αυξημένος ανταγωνισμός για περιορισμένους παγκόσμιους πόρους τροφίμων θα μπορούσε να επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.