Πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική παρέμβαση των διοικητικών δικαστών, στην οποία επικαλούνται σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας του 2014 και του 2022 που αφορούσε στη μεταβίβαση του 34% του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτευούσης (ΕΥΔΑΠ) Α.Ε. στο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.), και στη μεταβίβαση μετοχών της Εταιρείας Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ) στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ ΑΕ). Στο υπόμνημά τους, οι διοικητικοί δικαστές υπογραμμίζουν ότι με το επίμαχο νομοσχέδιο «η διαχείριση των υδάτων, η διαμόρφωση της υδατικής πολιτικής και οι συναφείς αποφάσεις των παρόχων υπηρεσιών ύδατος απομακρύνονται από το Κράτος και ανατίθενται στην αρμοδιότητα της δημιουργούμενης Ανεξάρτητης Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων».
Κατά τους διοικητικούς δικαστές, «με τον τρόπο αυτόν χάνεται ο χαρακτήρας του πόσιμου ύδατος ως κοινωνικού αγαθού, απαραιτήτου για τη ζωή και την υγεία των πολιτών και αντί αυτού αντιμετωπίζονται οι σχετικές υπηρεσίες ως ρυθμιζόμενες κατ’ αντιστοιχία με αγορές άλλων αγαθών και υπηρεσιών».
Επίσης, με βάση τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1906/2014, 190-191/2022), «για την εξασφάλιση της υγείας των πολιτών δεν νοείται παρά μόνο άμεσος κρατικός έλεγχος στους παρόχους υπηρεσιών ύδατος (π.χ. ΕΥΔΑΠ), ο οποίος δεν μπορεί να υποκατασταθεί με την απλή εποπτεία μέσω της ως άνω Ανεξάρτητης Αρχής».