Στο κείμενο του αιτήματος, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «μετά τον καταστροφικό σεισμό που έπληξε τα Σκόπια, την 26η Ιουλίου 1963, η πόλη καταχωρίστηκε στη συνείδηση της εσωτερικής και διεθνούς κοινής γνώμης ως ‘πόλη της αλληλεγγύης’».
«Και όχι τυχαία», όπως σημειώνεται, «διότι πολλές χώρες συμμετείχαν στην αποκατάσταση και ανοικοδόμηση με τους ειδικούς τους, το έργο τους, υλική βοήθεια και δωρεές, καθώς και πολλούς διεθνώς αναγνωρισμένους αρχιτέκτονες, που συμμετείχαν στη διαδικασία της διαμόρφωσης του νέου αρχιτεκτονικού τοπίου τής υπό ανοικοδόμηση πόλης των Σκοπίων».
Τα Σκόπια επλήγησαν τον Ιούλιο του 1963 από έναν καταστροφικό σεισμό, μεγέθους 6,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Ο σεισμός είχε ως απολογισμό 1.070 νεκρούς και πάνω από 3.000 τραυματίες, ενώ άφησε περισσότερους από 200.000 κατοίκους άστεγους.
Τα 4/5 των οικοδομών του ιστορικού κέντρου της πόλης κατέρρευσαν, όπως και πολλά δημόσια κτίρια.
Αμέσως προκλήθηκε ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης για τους δοκιμαζόμενους κατοίκους των Σκοπίων και η ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας για παροχή βοήθειας ήταν ακαριαία.
Την πρωτοβουλία για την ανοικοδόμηση των Σκοπίων ανέλαβε ο ΟΗΕ και η συμβολή της Ελλάδας ήταν σημαντική.
Ο διεθνής Οργανισμός σύστησε ειδικό ταμείο και ανέθεσε τον Νοέμβριο του 1964 την εκπόνηση των σχεδίων για τη νέα πόλη των Σκοπίων στο γραφείο του διεθνούς φήμης πολεοδόμου και αρχιτέκτονα, Κωνσταντίνου Δοξιάδη (1913- 1975).
Συνολικά, το γραφείο Δοξιάδη απέστειλε 21 ειδικούς στα Σκόπια (μηχανικούς, συγκοινωνιολόγους, αρχιτέκτονες, ειδικούς στα υδραυλικά έργα), με επικεφαλής τον πολιτικό μηχανικό Περικλή Παπαματθαίου.
Ένα χρόνο αργότερα, την υλοποίηση των σχεδίων Δοξιάδη ανέλαβε ο Ιάπωνας αρχιτέκτονας Κένζο Τάνγκε, που τιμήθηκε το 1987 με το βραβείο Pritzker, γνωστό και ως Νομπέλ της Αρχιτεκτονικής.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ