«Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ελευθερία του Τύπου παρέχουν τις θεσμικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η οικονομική δραστηριότητα, τη δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική ομαλότητα και τη διαφάνεια και λογοδοσία στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος ώστε να επιτυγχάνεται η δημοσιονομική σταθερότητα. Το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει συνεχή στόχο την συστηματική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιότητας διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου, κάτι που θα επέφερε αρνητικές οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια», σημειώνει χαρακτηριστικά στην Έκθεση του Γ’ 3μήνου, αναδεικνύοντας την ανησυχία του για το ότι η πολιτική αντιπαράθεση έχει ξεφύγει από τα συνήθη πλαίσια και “ακουμπά” στα “ευαίσθητα” ζητήματα της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών.
ΓΙΑ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΠΟΡΩΝ
Αναφορικά με τις προοπτικές της οικονομίας για το 2023, το ΓΠΚΒ επισημαίνει ότι μπαίνει σε φάση «ομαλής προσγείωσης», εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στους κύριους εμπορικούς εταίρους, την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και την προβλεπόμενη άρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης. Κρίσιμος αναμένεται να είναι ο ρυθμός απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων και ο βαθμός υλοποίησης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Όσον αφορά στα δημοσιονομικά, κατ’ αρχάς από τη σύγκριση των φετινών με τις περσινές επιδόσεις, δεν αποκλείεται το αποτέλεσμα του 2022 να είναι ακόμα καλύτερο από τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού. Για το 2023 η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα είναι εφικτή, αν και η χρονιά είναι γεμάτη αβεβαιότητες, που σχετίζονται κυρίως με τις εξελίξεις στο πεδίο της Ενέργειας.
Ειδικά όσον αφορά στην επίπτωση της αύξησης επιτοκίων στο κόστος εξυπηρέτησης του Χρέους, σημειώνεται ότι ο δημοσιονομικός κίνδυνος δεν είναι βραχυπρόθεσμος, αφενός γιατί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια και αφετέρου γιατί ακόμα και τα τρέχοντα επιτόκια παραμένουν αρκετά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, περιορίζοντας τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ.
Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, αν τα επιτόκια ξεπεράσουν το άθροισμα πληθωρισμού και πραγματικής μεγέθυνσης (ονομαστική μεγέθυνση) τότε θα κινηθεί αυξητικά ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, απαιτώντας υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του.