Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν τα στοιχεία της Eurostat, που διαπιστώνουν ότι το 69% των Ευρωπαίων χαρακτήρισαν την υγεία τους ως πολύ καλή ή καλή στη διάρκεια του 2021.
Πρώτοι στην κατάταξη βρίσκονται οι Ιρλανδοί με το 81,2% αυτών να θεωρεί την υγεία του πολύ καλή ή καλή, ενώ ακολουθούμε οι Έλληνες με ποσοστό 78,3% και οι Κύπριοι με 77,2%.
Παρά τα παραπάνω ενθαρρυντικά ποσοστά όμως, υπάρχει και ένα 35% στην Ευρώπη, που αναφέρει ότι πάσχει από κάποια χρόνια πάθηση ή έχει ένα πρόβλημα υγείας που κρατάει για καιρό.
Στην περίπτωση αυτή, την πρωτιά έχει η Φινλανδία με 51% και ακολουθεί η Εσθονία με 47,3%, ενώ η Κύπρος με ποσοστό 38,8% μπαίνει στην 6η θέση και η Ελλάδα στην 22η θέση με 24,3%, όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης κυμαίνεται γύρω στο 35%.
Αντίστοιχα με το πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι την υγεία τους, λιγότεροι άνδρες δηλώνουν ότι πάσχουν από χρόνιο νόσημα (μέσος όρος στην Ευρώπη στο 32,9%), ενώ οι γυναίκες που εκτιμούν ότι έχουν χρόνια προβλήματα υγείας φτάνουν το 37,4%.
Τα ποσοστά των ανθρώπων με χρόνιες παθήσεις αυξάνονται στις μεγαλύτερες ηλικίες, με το 27,7% των ευρωπαίων ηλικίας 16–24 ετών να αναφέρουν ένα μακροχρόνιο πρόβλημα υγείας, ενώ το 19,1% των ατόμων ηλικίας 25-34 ετών να πάσχουν από κάποιο χρόνιο νόσημα.
Μετά από αυτές τις ηλικιακές ομάδες, η επίπτωση του χρόνου είναι εμφανής, καθώς σταδιακά τα ποσοστά αυξάνονται, φτάνοντας το 74% του πληθυσμού με χρόνιες παθήσεις στις ηλικίες από 85 ετών και πάνω.
ΑΚΑΛΥΠΤΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ
Τι γίνεται όμως με την περίθαλψη όσων νοσούν; Σχεδόν το 5% του πληθυσμού στην Ευρώπη (4,8%), δεν απολαμβάνει τις υπηρεσίες υγείας που χρειάζεται, όταν πρόκειται για ιατρική εξέταση ή θεραπεία. Την πρωτιά σε ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες, κατέχει η χώρα μας με ποσοστό 11%, γιατί οι υπηρεσίες υγείας είναι ακριβές ή γιατί οι αποστάσεις είναι μεγάλες ή γιατί υπάρχουν μεγάλες λίστες αναμονής, είτε για διάφορους άλλους λόγους. Όταν οι λόγοι περιορίζονται στο κόστος, την απόσταση και τις λίστες αναμονής, τότε την πρωτιά παίρνει η Εσθονία με ποσοστό 8,1% του πληθυσμού, ακολουθεί η χώρα μας με 6,4% και τρίτη στη σειρά η Σλοβενία με ποσοστό 4,8%. Όταν πρόκειται για λόγους κόστους, τότε η πρωτιά σε ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες επανέρχεται στη χώρα μας, με ποσοστό 5,7% του πληθυσμού να μην μπορεί να εξεταστεί ή να πάρει τη θεραπεία του, με δεύτερη τη Ρουμανία, όπου το 3,3% του πληθυσμού βρίσκεται με ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες, γιατί οι υπηρεσίες υγείας είναι ακριβές. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι κατά μέσο όρο μόλις 1%, ενώ αυξάνεται σε 2,2% όταν πρόκειται για το ένα πέμπτο του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα. Στην περίπτωση αυτή, οι ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες στην Ελλάδα φτάνουν το 10,4% του φτωχότερου πληθυσμού και στη Ρουμανία το 8,2%.
ΑΚΡΙΒΑ ΚΑΙ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
Παράλληλα, ανεπαρκής η χρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης από την πολιτεία, επιβαρύνει τους ασθενείς με ένα βάρος που δεν μπορούν να σηκώσουν, ενώ επαχθείς είναι και οι επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας. Πιο συγκεκριμένα:
Το 37% της ιδιωτικής δαπάνης στην υγεία, δεν αφορά πρωτοβάθμια περίθαλψη, όπως συνηθιζόταν επί 30-40 χρόνια, αλλά πλέον, αφορά αγορά φαρμάκων. Αυτή η ιδιωτική συμμετοχή των ασθενών στα φάρμακα, προκαλεί καταστροφικές δαπάνες υγείας στα νοικοκυριά, πράγμα ανήκουστο. Τα παραπάνω τόνισαν ο κοσμήτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και καθηγητής Πολιτικής Υγείας Κυριάκος Σουλιώτης και ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Κώστας Αθανασάκης, αντίστοιχα, στο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές Υγείας 2022 στο πλαίσιο συζήτησης για τις «συνεργατικές λύσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της φαρμακευτικής δαπάνης και της πρόσβασης σε θεραπείες».
Ο κ. Αθανασάκης επεσήμανε την ανάγκη για μακροπρόθεσμα μέτρα στο σύστημα καθώς «η χρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης από το κράτος με 2 δις. ευρώ, ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 1,5% του ΑΕΠ, προφανώς δεν μπορεί να λυθεί χωρίς κάποιος να υποστεί απώλεια. Ο στόχος είναι η μη προστατευμένη αγορά φαρμάκου (σ.σ. τα φάρμακα εκτός πατέντας και τα γενόσημά τους) να κάνει χώρο για την πραγματική καινοτομία, στο πλαίσιο μιας εθνικής πολιτικής φαρμάκου». Όμως ο καθηγητής τόνισε πως σε ένα σύστημα υγείας δεν χωρούν εκπτώσεις της τάξης του 60-80% που απαιτεί η Ελλάδα με τις υποχρεωτικές επιστροφές, διότι έτσι η χώρα χάνει τη θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό καινοτομίας.