Συγκεκριμένα, οι εταιρείες ζητούσαν να ακυρωθεί, εν μέρει, ο διαγωνισμός για την «προμήθεια νέου Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Εντύπων Ασφαλείας (ΟΠΣΕΑ), για την εκτύπωση-προσωποποίηση εντύπων ασφαλείας» συμπεριλαμβανομένου του νέου δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας Ελλήνων Πολιτών-Κάρτας Πολίτη, με τις συναφείς υπηρεσίες Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης».
Αναλυτικότερα, οι εταιρείες ζητούσαν, μεταξύ των άλλων, να ακυρωθεί ως παράνομος ο διαγωνισμός ως προς το σκέλος εκείνο που χαρακτηρίζει, αφενός το σύνολο της τεχνικής προσφοράς των συμμετασχόντων ως «εμπιστευτική ή απόρρητη» και αφετέρου τη μη χορήγηση δυνατότητας στους συμμετέχοντες να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα των λοιπών συμμετασχόντων, έτσι ώστε να μπορούν να ασκήσουν ενστάσεις επί της διαγωνιστικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ (επταμελής σύνθεσης), αποκλείεται οι συμμετέχοντες στον διαγωνισμό, ύψους περίπου 515.403.956 ευρώ, να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα των ανθυποψηφίων τους (λοιπών υποψηφίων του διαγωνισμού- ανταγωνιστών).
Ειδικότερα, σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣτΕ, κρίθηκε ότι «η περιορισμένη δυνατότητα που έδωσε η Διοίκηση στους διαγωνιζόμενους να έχουν πρόσβαση σε στοιχεία των ανταγωνιστών τους ήταν θεμιτή και δεν στηρίχθηκε σε αυθαίρετο χαρακτηρισμό μέρους της προσφοράς των άλλων υποψηφίων ως «εμπιστευτικού χαρακτήρα» [από εμπορικής απόψεως], αλλά, προεχόντως, στο ότι επρόκειτο για στοιχεία, τα οποία ενέπιπταν εξ αρχής στο απόρρητο του διαγωνισμού και δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν για λόγους εθνικής ασφάλειας, και τούτο, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που είχαν δώσει οι προσφέροντες».
Επίσης, κρίθηκε (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Ιωάννης Γράβαρης και εισηγητές η σύμβουλος Επικρατείας Βαρβάρα Ραφτοπούλου και οι πάρεδροι Καλλιόπη Κατρά και Αικατερίνη Σούκη) ότι «η ένδικη πρόσκληση [υποβολής προσφορών], ναι μεν δεν προβλέπει η ίδια την πρόσβαση των διαγωνιζομένων στα στοιχεία των ανταγωνιστών τους, χάριν προεχόντως του κρατικού απορρήτου, ερμηνευόμενη όμως κατά το γράμμα και τον σκοπό της, αλλά και σύμφωνα με το Σύνταγμα, έχει την έννοια ότι καταλείπει στη Διοίκηση, κατά την εξέλιξη του διαγωνισμού, να κρίνει, αν ανακύψει περίπτωση, κατά πόσον η αρχή της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, θα μπορούσαν, κατ’ εξαίρεση, να καταστήσουν επιτρεπτή την πρόσβασή τους σε στοιχεία που αφορούν τις προσφορές των ανταγωνιστών τους, σταθμίζοντας προς τούτο (η Διοίκηση) αν -και σε ποιο βαθμό- τα σχετικά δικαιώματα μπορούν να ικανοποιηθούν ή είναι αναγκαίο να περισταλεί αντιστοίχως η άσκησή τους χάριν του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος στη διαφύλαξη του οποίου αποσκοπεί το απόρρητο του διαγωνισμού».