Καθώς ξεκίνησε η εισαγγελέας να περιγράφει όσα διαδραματίστηκαν το μοιραίο βράδυ του Νοεμβρίου του 2018, στο εξοχικό σπίτι του Ροδίτη κατηγορούμενου, η μητέρα του θύματος άρχισε να φωνάζει με οργή στους κατηγορούμενους και ειδικά στον αλβανικής καταγωγής, καθώς ήταν αυτός που είχε γνωριστεί με την κόρη της λίγες ημέρες πριν από το φρικτό έγκλημα και κανόνισε να βρεθούν στο σπίτι του έτερου κατηγορούμενου. Η μητέρα της φοιτήτριας οδηγήθηκε εκτός αίθουσας ώστε να ηρεμήσει.
Σύμφωνα με την εισαγγελέα η βραδιά που κατέληξε στο βασανιστικό θάνατο της Ελένης, ξεκίνησε με τη συνάντηση της Ελένης με τον 22χρονο κατηγορούμενο με τον οποίο είχαν κανονίσει να πάνε για σουβλάκια. Όταν είδε τον 22χρονο «ανακάλυψε ότι μαζί τους θα έρθει και ένας Ροδίτης φίλος του» στο σπίτι του οποίου πήγαν να πιουν ποτό.
Όπως τόνισε η εισαγγελέας, «στη 01.07 λεπτά η Ελένη στέλνει μήνυμα στη φίλη της «πάρε με σε μια ώρα τηλέφωνο». Το μήνυμα αυτό σημαίνει για μένα: Ότι «δεν περνάω καλά, κάτι συμβαίνει». Είχε ένστικτο».
Σύμφωνα με την εισαγγελική εισήγηση, παρά την αντίθετη βούληση της Ελένης «και με την άσκηση σωματικής βίας οι δύο κατηγορούμενοι προχώρησαν μαζί της διαδοχικά σε συνουσία. Η άσκηση βίας αποδεικνύεται από τις αμυχές στο κορμί της, τις κακώσεις, τα σημάδια από τα μαχαίρια. Οι κακώσεις έγιναν εν ζωή. Το κορίτσι προσπάθησε να αντισταθεί και προειδοποίησε ότι θα τους καταγγείλει».
Αυτή η δηλωμένη βούληση της Ελένης, η προειδοποίησή της ότι θα τους καταγγείλει ήταν το καθοριστικό στοιχείο που, όπως είπε η εισαγγελέας «χτύπησε το «καμπανάκι» στο μυαλό των δύο κατηγορούμενων». Φοβούμενοι τις συνέπειες αν η φοιτήτρια τους κατήγγειλε «της κατάφεραν πλήγματα στο κεφάλι με σίδερο (σιδερώματος) προκαλώντας της, αιμορραγία και οίδημα. Οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση την μετέφεραν στο μπάνιο κι εκείνη αιμορραγούσε ακατάσχετα. Όταν είδαν την κρισιμότητα της κατάστασης τη μετέφεραν από κοινού στο αυτοκίνητο. Είναι βέβαιο ότι απαιτούνταν δύο άτομα για τη μεταφορά αφού το κορίτσι δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Αντί την ύστατη στιγμή να τη βοηθήσουν, την οδήγησαν σε ερημική παραλία. Σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα και έριξαν την Ελενη ζωντανή στη θάλασσα για να μην εντοπιστεί ποτέ και να πεθάνει εκεί. Και οι δύο σήκωσαν το σώμα, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους. Προκύπτει από την κατάθεση του ιατροδικαστή: η Ελένη ήταν ψηλή κοπέλα και βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση και άρα δεν ήταν δυνατόν να τη σηκώσει κάποιος μόνος. Ούτε υπάρχουν σημάδια από σύρσιμο επάνω της. Τεκμαίρεται ότι συνεργάστηκαν και οι δύο για να πετάξουν την Ελένη στη θάλασσα».
Η εισαγγελέας δήλωσε την απόλυτη βεβαιότητά της για την από κοινού βασανιστική θανάτωση της Ελένης: «Η ανθρωποκτονία τελέστηκε και από τους δύο προκειμένου να «σωπάσει» η κοπέλα. Αν κάποιος δεν ήθελε, θα καλούσε σε βοήθεια. Η γιαγιά και ο παππούς του ενός ήταν στο ισόγειο. Όλες οι μετέπειτα ενέργειές τους αποδεικνύουν ότι έγιναν όλα από κοινού».
Η εισαγγελέας επισήμανε πως ο θάνατος της φοιτήτριας «θα ερχόταν έτσι κι αλλιώς, απλώς οι δύο κατηγορούμενοι διάλεξαν να την πετάξουν στη θάλασσα».
Η διαδικασία συνεχίζεται.